Ένας νεόπλουτος ημιμαθής: το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης Ι

Ήδη από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας ανέγερσής του (δεκαετία 1970), το νέο μουσείο της Ακρό­πολης συνδέθηκε με καταστάσεις και συζητήσεις ως επί το πλείστον άσχετες με την ουσία ενός μου­σείου. Ατέρμονες διαφωνίες για το σημείο ανέγερσης, αναρίθμητες μηνύσεις και προ­σφυγές, μικροπο­λιτικές σκοπιμότητες και προσωπικοί εγωισμοί, η σύνδεση (ταύτιση μάλλον) του εγχειρήματος με το αίτημα επιστροφής των Ελγινείων και τέλος η πολυσυζητημένη μορφή του κτηρίου των Β. Tschumi-Μ. Φωτιάδη απέκλεισαν ουσιαστικά οποιονδήποτε άλλον προβλη­ματισμό για το σημαντικό αυτό έργο. Οι μου­σειολογικές και αρχαιολογικές πτυχές του πράγμα­τος, δηλ. ο τρό­πος έκ­θεσης των ευρη­μάτων (μέρος Ι αυτού του άρθρου), η αντίληψη του παρελ­θόντος που εκτίθεται (ή, όπως θα δούμε στο μέρος ΙΙ, δεν εκτί­θεται…), το πόσο και πως συμ­βάλλει εν γένει το (νέο) μουσείο στην ιστορική και αρχαιολογική γνώση δεν απασχόλησαν δη­λαδή και ούτε φαίνεται ότι πρόκει­ται να απασχο­λήσουν ιδιαίτερα την δη­μόσια συζή­τηση. Με αυτά ως δεδομένα δεν είναι περί­εργο ότι το τελικό αποτέ­λεσμα προσφέρεται, δυστυχώς, για μια εξαντλητική κριτική, αν όχι γε­νική αποδό­μηση.

mouseio-1.jpg

Ας αρχίσουμε από το κτήριο. Και μόνο το γεγονός ότι η αρχιτεκτονική μορφή του συζητήθηκε τόσο πολύ αποκτώντας ένθερμους υποστηρικτές και ορκισμένους εχθρούς προοιώνιζε πως κάτι δεν πή­γαινε καλά. Το έργο των Tschumi-Φωτιάδη, εντυπωσιακό εσωτερικά και αμφιλεγόμενο εξωτερικά, βρίσκεται σε άριστη οπτική επαφή με την Ακρόπολη και εντυπωσιάζει με τον όγκο, την επιλογή των υλικών (του γυαλιού κυρίως) και τον φωτισμό του. Η πρόθεση αντιπαραβολής του αρχαίου βράχου με την υπερσύγχρονη αρχιτεκτονική του μουσείου, καθώς και η απόπειρα «προσομοίωσης» της Ακρόπο­λης στο σχέδιό του (ισόγειο ως ράμπα «ανόδου» στην Ακρόπολη, πρώτος όροφος με όλα τα ευρήματα και μνημεία επί του ιερού βράχου πλην Παρθε­νώνα, αξιο­λογική αναβίβαση του τε­λευταίου στον δεύτερο όροφο), αποτελούν ενδιαφέρουσες ιδέες. Ιδέες όμως ερή­μην των εκθεμά­των. Με τον όγκο και την αρχιτεκτονική του το κτήριο συνθλίβει ουσια­στικά τα ευρήματα που προο­ρίζεται να αναδείξει.

Read moreΈνας νεόπλουτος ημιμαθής: το νέο μουσείο της (αρχαίας) Ακρόπολης Ι

Τα Ελγίνεια, το δίκαιο και μια πρόταση

Το κείμενο του Θεόδωρου για τα Ελγίνεια που προηγείται του παρόντος και η συζήτηση που ακολούθησε είχαν εξαιρετικό ενδιαφέρον, αλλά, όπως σημείωσαν και κάποιοι σχολιαστές, άφησε κατά μέρος την σημαντικότερη, κατ΄εμέ, πτυχή του ζητήματος: το αποκαλούμενο από τους ιστολογούντες της αΜ/Συν «ηθικό» κομμάτι. Στην σύντομη ανάρτηση που ακολουθεί θα προσπαθήσω να αγγίξω αυτό το κομμάτι και να καταθέσω μία πρόταση για τη διαχείριση των αρχαίων θησαυρών, συμπεριλαμβανομένων και των γλυπτών του Παρθενώνα. Στην προσπάθειά μου αυτή, δε θα ασχοληθώ με το νόμιμο ή μη του οθωμανικού εγγράφου που παρέδωσε τα γλυπτά στον Έλγιν αλλά ούτε και με το εν στενή εννοία νομικό μέρος, που φέρεται, κατά τα γραφόμενα στον σύνδεσμο που έδωσε ο Θανάσης, να αναγνωρίζει ιδιοκτησιακά δικαιώματα στα κράτη προέλευσης: τους νόμους οι άνθρωποι μπορούν να τους κατασκευάζουν αλλά το δίκαιο μόνον να το αναζητούν.

Εδώ, όμως, ας ανοίξω μία σύντομη παρένθεση για να κάνω ένα  σχόλιο σχετικά με τη χρήση της ίδιας της έννοιας «ιδιοκτησία» για το χαρακτηρισμό της σχέσης ανάμεσα στα εθνικά κράτη και τα ιστορικά μνημεία. Υπό ποία έννοια θα μπορούσε να είναι ο Παρθενώνας, για να φέρω ένα παράδειγμα, stricto sensu ιδιοκτησιακό στοιχείο του ελληνικού κράτους; Η μόνη προφανής απάντηση είναι ότι αυτό θα μπορούσε να συμβαίνει κληρονομικώ δικαιώματι: Έλληνες κατασκεύασαν τον Παρθενώνα, Έλληνες είμαστε κι εμείς, άρα λογικό είναι να τον έχουμε κληρονομήσει από τους προγόνους μας. Ας δούμε την ίδια αξίωση διατυπωμένη από έναν ιδιώτη: ας πούμε ότι ο Χ έχει ακράδαντες αποδείξεις για το ότι το οικόπεδο του Ψ ανήκε στον πρόγονό του Ζ που έζησε τον 5ο αιώνα πΧ. Επίσης, μπορεί να αποδείξει ότι κάποια στιγμή στο παρελθόν ένας από τους ιδιοκτήτες του οικοπέδου, που ήταν και πρόγονος του Ψ, το απέκτησε με αθέμιτα μέσα. Έτσι, ο Χ ζητάει την επιστροφή του οικοπέδου γιατί «του το έκλεψαν». Ο Ψ σίγουρα θα σκεφτεί ότι ο Χ έχει χάσει τα λογικά του. Και ένας από τους λόγους που θα τον κάνουν να σκεφτεί έτσι είναι η τεράστια χρονική απόσταση ανάμεσα στον Ζ και τον Χ. Αυτή καθαυτή η απόσταση δεν αποκλείει τίποτα σε επίπεδο δικαιώματος: αν λχ ο Ζ είχε γράψει στη διαθήκη του ότι επιθυμεί το οικόπεδό του να καταλήξει το έτος 2009 σε έναν εξ αίματος συγγενή του, τότε η αξίωση του Χ θα είχε, ίσως, διαφορετική βάση. Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι, με τόσους ιδιοκτήτες να παρεμβάλλονται ανάμεσα στον Χ και τον Ζ, η βούλησή τους χάνεται στο χρόνο. Η κληροδοσία βασίζεται στη βούλησή μας να δώσουμε κάτι, μετά θάνατον, σε κάποιον άλλο. Η υπόθεση, λοιπόν, ότι δεδομένα κάπου υπάρχει μία τέτοια ισχυρή βούληση να περιέλθει ο Παρθενώνας στην stricto sensu ιδιοκτησία τη δική μου, τη δική σας και του Καραμανλή είναι παντελώς αβάσιμη. Και, θυμίζω, ο ισχυρισμός μας ότι είμαστε απευθείας απόγονοι του Περικλή και του Φειδία δεν είναι όσο δεδομένος θεώρησα ότι είναι ο ισχυρισμός του Χ στο παράδειγμά μου. Στην πραγματικότητα, οι αξιώσεις μας εγείρονται από το γεγονός και μόνο ότι ο Παρθενώνας βρίσκεται «στα χωράφια μας». Μια αρχή που, φυσικά, δεν είμαστε έτοιμοι να αποδεχθούμε σε άλλες περιπτώσεις. Αυτή η στενή αντίληψη της έννοιας «ιδιοκτησία» που συνεπάγεται ότι «δικό μας είναι και ό,τι θέλουμε το κάνουμε», δεν μοιάζει να ταιριάζει στην περίπτωση που συζητούμε.

Read moreΤα Ελγίνεια, το δίκαιο και μια πρόταση

Μέτρο και «Ελγίνεια» υπερβολή

Ανταποκρινόμενος στην πρόσκληση του φίλου μου Αθανασίου και στο πάντα φλογερό του ενδιαφέρον για τα αρχαιολογικά ζητήματα, δράττομαι του φιλόξενου βήματος της Αναμόρφωσης-Συνιστολογίου για να καταθέσω με την ιδιότητα του αρχαιολόγου κάποιες απόψεις για τις τρέχουσες εξελίξεις στον χώρο.

Τα πρόσφατα εγκαίνια του νέου μουσείου της Ακρόπολης έφεραν ξανά στο προσκήνιο το ελληνικό αίτημα επιστροφής των μαρμάρινων γλυπτών τμημάτων του κλασικού ιερού της Ακρόπολης (κυρίως του Παρθενώνα) που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Η ιστορία τους είναι σε όλους μας λίγο πολύ γνωστή. Τα κλασικά γλυπτά που αφαιρέθησαν τα έτη 1801-1802 από τον κύριο Thomas Bruce, 7ο Κόμη του Elgin, πρέσβη τότε της Βρετανίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αντιπροσωπεύουν το μεγαλύτερο μέρος των εκτός Ελλάδος ευρισκομένων γλυπτών της Ακρόπολης. Για να αξιολογήσουμε, ως περιεχόμενο, αλλά και ως ύφος, το αίτημα της Ελλάδας περί της επιστροφής των γλυπτών είναι κατά την γνώμη μου αναγκαίο να έχουμε υπόψιν μας τα εξής:

1) Είναι σε όλους μας γνωστό ότι τον 19ο κυρίως αιώνα οι αρχαιολογικοί θησαυροί των μεγάλων αρχαίων πολιτισμών (Μεσοποταμίας, Αιγύπτου, Ελλάδας, Ιταλίας) έγιναν αντικείμενο εκτεταμένης λεηλασίας εκ μέρους των δυτικών χωρών. Όπως ακριβώς και οι αρχαίοι Ρωμαίοι όταν κατέκτησαν την Ελλάδα, έτσι και πολλοί από τους πρέσβεις, προξένους, περιηγητές, κλπ. των δυτικών χωρών προόριζαν τα αρπαγέντα αρχαία για την διακόσμηση διαφόρων κτηρίων και συλλογών των χωρών τους. Εκεί όμως σταματούν και οι ομοιότητες με την αρχαία Ρώμη. Και τούτο διότι στην σύγχρονη εποχή η αρπαγή είχε ένα σημαντικό παράπλευρο αποτέλεσμα: πρόκειται για την γέννηση και ανάπτυξη της σύγχρονης αρχαιολογίας, η οποία έλαβε χώρα φυσικά στην δυτική Ευρώπη και την Αμερική. Εξαιτίας της συνεισφοράς των χωρών αυτών στην μελέτη του ανθρώπινου παρελθόντος είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε όσα γνωρίζουμε για την αρχαιότητα, την δική μας και άλλων. Χωρίς την συνεισφορά αυτή των «αρπάγων» δεν θα μπορούσαμε σήμερα ούτε καν να χρονολογήσουμε τον Παρθενώνα και τα άλλα κατάλοιπα του αρχαίου μας πολιτισμού.

elgin_marbles_east_pediment.jpg

Read moreΜέτρο και «Ελγίνεια» υπερβολή