Πριν από λίγους μήνες είχα σχολιάσει εδώ την απόφαση Ζολώτας κατά Ελλάδος του ΕΔΔΑ. Η απόφαση εκείνη είχε πολύ σύντομα και νομοθετικό αντίκτυπο. Στα απόνερα εκείνου του ζητήματος όμως, που αφορούσε την σχέση του καταθέτη με την τράπεζα, έμεινε ανεπαρκώς σχολιασμένο το πολύ ενδιαφέρον ζήτημα της σχέσης τράπεζας και κράτους.
Αλλά τι σχέση έχει ένας καταθετικός λογαριασμός με το κράτος; Από πού κι ως πού; Πώς χωρεί τρίτος στους δύο;
Αμ δε.
Ο πρόσφατος Ν. 4151/2013, συνεχίζοντας παρόμοιες ρυθμίσεις παλαιότερων νόμων, με πρώτο μάλλον το κατοχικό ν.δ. 1195/1942, ορίζει τα εξής στο άρ. 8 παρ. 2:
Το υπόλοιπο αδρανούς καταθετικού λογαριασμού παραγράφεται υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μετά την παρέλευση εικοσαετίας.
Εδώ η διατύπωση είναι εμφανώς παραπλανητική. Οι αξιώσεις παραγραφόμενες δεν μεταβιβάζονται σε κάποιον και υπό αυτήν την έννοια δεν παραγράφονται υπέρ τινος. Θα μπορούσε να πη κάποιος ότι παραγράφεται μια αξίωση υπέρ εκείνου ο οποίος άλλως θα ώφειλε να καταβάλη, εν προκειμένω της τράπεζας. Αλλά εδώ έχουμε κάτι πολύ διαφορετικό: η δήθεν παραγραφή υπέρ του δημοσίου αποκρύπτει την εκ του νόμου εκχώρηση της απαίτησης που τέως είχε ο καταθέτης προς το δημόσιο. Ο νόμος λοιπόν αυξάνει το ενεργητικό του δημοσίου εξόδοις άλλων: σε πρώτη φάση της τράπεζας, δευτερευόντως όμως και του καταθέτη.
Παρόμοιες ρυθμίσεις, επιφανειακά παρόμοιες όμως, απαντούν στο Εμπράγματο και στο Κληρονομικό Δίκαιο. Όπως το άρ. 972 ΑΚ:
Τα αδέσποτα ακίνητα καθώς και οι περιουσίες όσων πεθαίνουν χωρίς κληρονόμο ανήκουν στο δημόσιο.
Ή το άρ. 1824 ΑΚ:
Αν κατά την επαγωγή της κληρονομίας δεν υπάρχει ούτε συγγενής από εκείνους που καλούνται κατά τον νόμο ούτε σύζυγος του κληρονομούμενου, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος καλείται το Δημόσιο.
Το Δημόσιο λοιπόν (και όχι π.χ. κάποιος πολίτης που θα ωριζόταν με αφηρημένα κριτήρια) είναι ο τελικός κληρονόμος όλων μας και ο τελικός ιδιοκτήτης κάθε ακινήτου, αν όχι το Α, πάντως οπωσδήποτε το Ω της έννομης τάξης μας.
Επιπόλαιη προσέγγιση θα δημιουργούσε την εντύπωση ότι και η περί αδρανών καταθετικών λογαριασμών διάταξη κινείται στην ίδια λογική: αφού ο νόμιμος δικαιούχος λησμόνησε, αμέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε για οποιονδήποτε λόγο για να εισπράξη την αξίωσή του, εύλογο είναι τα χρήματα αυτά να μην μείνουν αδέσποτα εις τους αιώνας των αιώνων, αλλά κάπως να αξιοποιηθούν.
Σωστά;
Όχι βέβαια.
Καταρχάς, αν η αναλογία με τα αδέσποτα κινητά ήταν ακριβής, τότε βέβαια δεν θα έπρεπε το Δημόσιο να είναι κύριός τους, αλλά να εφαρμοστή ό,τι γενικώς ορίζει για όλα τα αδέσποτα κινητά το άρ. 1075 ΑΚ:
Εκείνος που παίρνει στη νομή του αδέσποτο κινητό, γίνεται κύριός του.
Φάιντερς κήπερς δηλαδή. Όχι το Δημόσιο, αλλά ο ευρών.
Η διαφορά βεβαίως είναι ότι η τραπεζική κατάθεση δεν είναι κινητό πράγμα. Αντιθέτως, αποτελεί σύμβαση στην οποία εφαρμόζεται πρώτα και κύρια το άρ. 830 ΑΚ:
Η κατάθεση χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων, σε περίπτωση αμφιβολίας λογίζεται ως δάνειο, αν ο θεματοφύλακας έχει την εξουσία να τα χρησιμοποιεί.
Και όπως όλοι ξέρουμε από το άρ. 806 ΑΚ:
Με τη σύμβαση του δανείου ο ένας από τους συμβαλλομένους μεταβιβάζει στον άλλον κατά κυριότητα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα, και αυτός έχει υποχρέωση να αποδώσει άλλα πράγματα της ίδιας ποσότητας και ποιότητας.
Τι προκύπτει από αυτές τις διατάξεις; Ότι φυσικά ο καταθέτης είναι ένας δανειστής της τράπεζας, ότι η τράπεζα αποκτά την κυριότητα των χρημάτων που κατατίθενται σε αυτήν και ότι ο καταθέτης διατηρεί αξίωση κατά της τράπεζας για την απόδοση των χρημάτων.
Η τραπεζική κατάθεση περιλαμβάνει λοιπόν εκ μέρους του καταθέτη-δανειστή μιαν αξίωση. Όπως όλα τα πράγματα όμως στον μάταιο τούτο κόσμο, έτσι και η αξίωση αυτή υπόκειται σε παραγραφή. Μετά την παραγραφή της η τράπεζα δικαιούται να προτείνη την ένσταση της παραγραφής κατά του καταθέτη και να αποκρούση έτσι την αξίωσή του. Κοινώς, να κρατήση δικά της τα λεφτά.
[Αν όμως καταβάλη, καλώς κατέβαλε και όχι αδικαιολογήτως, διότι έχει δημιουργηθή ατελής ενοχή. Κατά τούτο ο καταθέτης διατηρεί ένα αμυδρό οικονομικό συμφέρον και μετά την παραγραφή της αξίωσής του και, άρα, βλάπτεται σε ένα πολύ μικρό βαθμό από την εκ του νόμου εκχώρηση της παργεγραμμένης αξίωσης προς το δημόσιο]
[[Και τι συμβαίνει αν η τράπεζα καταβάλη λοιπόν στον καταθέτη μετά την παραγραφή; Καταρχάς, δεν απαλλάσσετι από την οφειλή της, διότι η απαίτηση έχει εκχωρηθή διά νόμου στο δημόσιο. Προκειμένου να μην καταβληθή δύο φορές το ίδιο χρέος, πρέπει να δεχθούμε ότι η καταβολή στον πρώην δανειστή της έγινε με λήξασα αιτία, άρα αδικαιολογήτως]].
Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι η τράπεζα έχει ένα πολύ ισχυρό οικονομικό συμφέρον από την πάροδο του χρόνου της παραγραφής: την διαγραφή της παραγεγραμμένης κατάθεσης από το παθητικό της περιουσίας της. Όσο πλησιάζει ο χρόνος της παραγραφής, αυτό το οικονομικό συμφέρον της τράπεζας μετουσιώνεται και σε δικαίωμα προσδοκίας, το οποίο περιλαμβάνεται στην περιουσία της τράπεζας. Δεδομένου μάλιστα ότι εδώ και αρκετά χρόνια γίνεται από την αρεοπαγιτική νομολογία δεκτό ότι η συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας καλύπτει και τις ενοχικές αξιώσεις, δεν είναι δύσκολο να φτάσουμε στο συμπέρασμα ότι, πολύ απλά, ο Ν. 4151/2013, καθώς και οι παρόμοιοί του που προηγήθηκαν, είναι στην πραγματικότητα δημευτικός: αφαιρεί ιδιοκτησία χωρίς προηγούμενη αποζημίωση κατά την διαδικασία της αναγκαστικής απαλλοτρίωσης του άρ. 17 Σ.
Και κάπου εδώ τελειώνει άλλη μια φιλοτραπεζική ανάρτηση ;-)
και γιατι ρε αθανασιε να μας τα τρωνε οι τραπεζες και οχι το κρατος? αν ενα νησι ανηκε σε καποιον και το αφηνε παρατημενο για 100 χρονια θα προτιμουσες να ανηκει στον κοντινοτερο ψαρα ή στο κρατος?
να βρουμε και τροπο να φαμε κανα ακινητο απο τους ωνασηδες λεω, οχι τιποταλλο.
Εξήγησα ποια η διαφορά ανάμεσα σε ένα ακίνητο και σε μια αξίωση. Προσθέτω ότι η αξίωση δεν μένει “παρατημένη”, άρα οικονομικά ανενεργή, ώστε να μειώνεται και ο συνολικός πλούτος. Καμία σχέση: η τράπεζα θα την ξαναδάνειζε.
Επιπλέον, το παρατημένο νησί με βεβαιότητα θα περνούσε στην κυριότητα του ιδιώτη που θα το καταπατούσε πρώτος, με έκτακτη χρησικτησία μετά από 20 χρόνια. Και όχι φυσικά του κράτους.