Ή αλλιώς: πότε η επίθεση είναι παρούσα;
Κεντρικό σημείο της όλης περί αμύνης προβληματικής είναι ασφαλώς ο χρονικός περιορισμός του σχετικού δικαιώματος που εισάγεται με την απαίτηση να είναι η επίθεση παρούσα.
Ερωτάται βέβαια κατ’ αρχάς μήπως εν προκειμένω ο νόμος περιττολογεί, με άλλα λόγια αν στην ίδια την επίθεση περιλαμβάνεται η έννοια του παρόντος. Πράγματι, είναι δύσκολο να εννοιολογηθή μια μη παρούσα επίθεση, δεδομένου ότι, όπως θα δειχθή στην συνέχεια, παρούσα είναι η επίθεση και προ των στενών ορίων της απόπειρας και μετά ενδεχομένως την τυπική αποπεράτωση του εγκλήματος. Μια μη παρούσα επίθεση λοιπόν δεν είναι παρά ένας κίνδυνος υπό την έννοια του άρ. 25 ΠΚ, δεν θεμελιώνει συνεπώς δικαίωμα αμύνης.
Ως προς τα καθ’ αυτά όρια της έννοιας του παρόντος τώρα, ενώ δεν αμφισβητείται από κάποια θεωρητική γραφίδα ή δικαστηριακή απόφαση ότι το στοιχείο του παρόντος ικανοποιείται όταν το έγκλημα βρίσκεται εν τῳ τελείσθαι, όταν δηλαδή και έχει πληρωθἠ ήδη ή έχει αρχίσει να πληρούται κάποιο στοιχείο της υπόστασης και απομένει τουλάχιστον ένα ακόμη, δεν είναι αρκούντως σαφές εάν επιτρέπεται η κατά τι χρονική επέκταση των ορίων της αμύνης, τόσο προς το παρελθόν (προάμυνα) όσο και προς το μέλλον (μετάμυνα).
Γίνεται λοιπόν ευρέως δεκτό ότι η μετάμυνα επιτρέπεται ακόμη και όταν η επίθεση έχη λήξει, έστω και διά της αποκρούσεώς της, εφόσον υφίσταται κίνδυνος να επαναληφθή ανά πάσα στιγμή, εφόσον δηλαδή η απόκρουσή της δεν ήταν οριστική, ή όταν η προσβολή του εννόμου αγαθού έχει επέλθει, δεν είναι όμως ακόμη οριστική.
Στο πλαίσιο αυτής της δεύτερης περίπτωσης εντάσσεται ιδίως η άμυνα στο μεταξύ τυπικής και ουσιαστικής αποπερατώσεως του εγκλήματος χρονικό διάστημα, π.χ. κατά του δρομαίου κλέφτη ή ληστή. Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι το αποτυχημένο έγκλημα, οπότε ο κίνδυνος εκλείπει «εκ του ματαίου της επιθέσεως», δεν επαρκεί πλέον για την επιστήριξη καταστάσεως αμύνης.
Είναι όμως υπερβολική η παραδοχή άμυνας στο διάστημα αυτό, χωρίς να προαπαιτήται χρονική, τοπική ή άλλη συνάφεια. Αντιθέτως, πρέπει να γίνουν οι εξής διακρίσεις: εάν μεν η πράξη της ουσιαστικής αποπερατώσεως συνιστά αυτοτελές έγκλημα (έστω συντιμωρητό), όπως π.χ. η υπεξαίρεση που ακολουθεί την κλοπή, η άμυνα είναι επιτρεπτή σε κάθε περίπτωση. Διαφορετικά, άμυνα χωρεί μόνο στο πλαίσιο διαρκούς εγκλήματος και ένεκεν αυτού: ο γάμος που έπεται της ακούσιας απαγωγής τελείται όσο διαρκεί η παράνομη κατάσταση εις βάρος της προσωπικής ελευθερίας και κατά συνέπεια είναι δεκτικός αμύνης.
Σχετική με το ζήτημα της μετάμυνας υπήρξε η απόφαση RG 53, 132. Επρόκειτο για την περίπτωση ενός δασοφύλακα, ο οποίος κατέλαβε έναν λαθροκυνηγό επί το έργον· ο λαθροκυνηγός έκανε αμέσως μεταβολή και τράπηκε σε φυγή, χωρίς να πετάξη όμως το όπλο του. Ο δασοφύλακας, αφού τον προειδοποίησε με προειδοποιητική βολή, τον πυροβόλησε στο πόδι. Αν θεωρηθή λυμένο το ενδεχόμενο ζήτημα δυσαναλογίας μεταξύ επίθεσης και αμυντικού μέσου και το ζήτημα της τριτάμυνας του δασοφύλακα, απομένει το βασικό ερώτημα: διαρκούσε η επίθεση του λαθροκυνηγού ακόμη και την στιγμή της φυγής του; Το Reichsgericht έκρινε καταφατικά, με την σκέψη ότι ο λαθροκυνηγός ηδύνατο ανά πάσα στιγμή να επαναλάβη την επίθεση, όντας ωπλισμένος, και μάλιστα κάθε στιγμή που περνούσε ο κίνδυνος αυτός αύξανε, δεδομένου ότι ο λαθροκυνηγός θα μπορούσε ευκολώτερα να βρη κατάλληλη κάλυψη. Σε αυτά θα μπορούσε να προστεθή και το γεγονός της στενής χωροχρονικής συνάφειας μεταξύ κυρίως αμύνης και μετάμυνας. Σε κάθε περίπτωση, κρίσιμο στην προκειμένη απόφαση ήταν το αποδεικτικό σημείο, αν δηλαδή ο λαθροκυνηγός αναζητούσε κάλυψη ή προσπαθούσε να διαφύγη. Στην πρώτη περίπτωση, η επίθεση εξακολουθεί να είναι παρούσα, διότι η τακτική υποχώρηση, η υποχώρηση δηλαδή που γίνεται βάσει γενικώτερου σχεδίου επί του πεδίου της σύγκρουσης, π.χ. ως τέχνασμα για να παρασυρθή ο αντίπαλος ή, όπως εδώ, για να αναληφθή σε άμεση συνάφεια αποτελεσματικώτερη επίθεση, δεν συνεπάγεται λήξη της επίθεσης, αλλά συνέχισή της με άλλη μορφή.
Η κατάσταση αμύνης δεν αίρεται επίσης άνευ ετέρου εκ της αφοπλίσεως του επιτιθεμένου. Η αναστολή ενός εκ των πιθανών τρόπων της επίθεσης δεν συνεπάγεται και λήξη της καθ’ όλου επιθέσεως, αλλά ενδέχεται κάλλιστα ο επιτιθέμενος να συνεχίση να επιτίθεται με άλλο τρόπο. Συνεπώς, δεν ισχύει το επιχείρημα της ΑΠ 1793/1994, ότι δηλαδή, επειδή ο αναιρεσείων μπόρεσε να αφοπλίση τον παθόντα από το περίστροφο με το οποίο αμέσως προηγουμένως τον είχε υποχρεώσει να του ζητήση γονατιστός συγγνώμη, είχε λήξει η επίθεση, πολλώ δε μάλλον που ο παθών «έξαλλος από το θυμό του δεν υπάκουσε στην προτροπή του κατηγορουμένου να φύγει για να λήξει το επεισόδιο, αλλά προχώρησε ένα βήμα εμπρός προς το μέρος του κατηγορουμένου, κάνοντας και με το χέρι του κάποια κίνηση, σαν να ήθελε να ανασύρει από τη μέση του και άλλο όπλο». Ομοίως δεν πείθει η αιτιολογία της ΑΠ 169/1995, ότι δηλαδή, επειδή ο αναιρεσείων, σύμφωνα με την απολογία του, κατάφερε να αποσπάση από τα χέρια του παθόντος την σιδερόβεργα με την οποία του είχε προηγουμένως επιτεθή ο παθών, έπαυσε υφισταμένη η κατάσταση αμύνης. Έπρεπε αντιθέτως να εξεταστή αν ο παθών διέκοψε την επίθεσή του, τρεπόμενος σε φυγή π.χ., ή αν επεδίωξε να την τελειώση με άλλα μέσα, επιτιθέμενος με γροθιές π.χ.
Όχι πολύ διαφορετικά ήταν τα πραγματικά περιστατικά που κλήθηκε να κρίνη η ΑΠ 1239/1999: Κατά την συνάντηση αναιρεσείοντος και παθόντος σε νυκτερινό κέντρο, προκειμένου να επιλύσουν τις οικονομικές τους διαφορές, ο παθών έβγαλε και ώπλισε μια κυνηγετική καραμπίνα, με την οποία σκόπευσε τον αναιρεσείοντα, χωρίς όμως να πυροβολήση ούτε να έχη σχετική πρόθεση. Στο σημείο αυτό ο αναιρεσείων με περίστροφο που κατείχε παρανόμως πυροβόλησε ανεπιτυχώς κατά του παθόντος, στην συνέχεια δε, και ενώ ο παθών οπισθοχωρούσε, με την καραμπίνα ανά χείρας, προς την αποθήκη του καταστήματος, χωρίς σκοπό πυροβολισμού κατά του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με όσα δέχθηκε το δικαστήριο, πυροβόλησε στο κεφάλι τον παθόντα, με συνέπεια τον ακαριαίο θάνατό του. Στην περίπτωση αυτή, η οπισθοχώρηση του παθόντος, έστω και με το όπλο ανά χείρας, είχε σαφώς αμυντικό χαρακτήρα, σκοπούσε στην απόσυρσή του από το πεδίο της σύγκρουσης και όχι στην απόκτηση τακτικού πλεονεκτήματος, ορθώς συνεπώς δεν έγινε δεκτή παρούσα επίθεσή του.
Διδακτικά όσο και τραγικά ήταν τα πραγματικά περιστατικά της ΣυμβΕφΘεσσ 962/2001. Ο κατηγορούμενος, αγρότης στο επάγγελμα, δέχθηκε την επίθεση δύο κουκουλοφόρων ληστών με μαχαίρι, ενώ βρισκόταν στην είσοδο του κτήματός του. Προσπάθησε να αντισταθή, με αποτέλεσμα να δεχθή πολλά πλήγματα στο πρόσωπο και να τραυματιστή από το μαχαίρι∙ ακολούθως οι ληστές τον έδεσαν πρόχειρα και του αφήρεσαν λεία 175.620 δρχ. Κατά την φυγή τους και ενώ είχαν πετάξει το μαχαίρι τους, ο κατηγορούμενος μπόρεσε να απελευθερωθή και κατόπιν πυροβόλησε εναντίον τους με δίκαννο κυνηγετικό όπλο, προξενώντας τους βαρείες σωματικές βλάβες. Αμέσως μετά, ο κατηγορούμενος πλησίασε τους αιμόφυρτους και πεσμένους στο έδαφος ληστές και τους πυροβόλησε στο κεφάλι από πολύ κοντινή απόσταση, επιφέροντας τον θάνατό τους. Κατά την κρίση του Συμβουλίου, δεν καλύπτονταν από άμυνα ούτε κἀν οι πρώτοι πυροβολισμοί, απλώς και μόνο επειδή οι παθόντες πυροβολήθηκαν «εκ των όπισθεν». Αληθές είναι αντιθέτως ότι καθ’ ο διάστημα η προσβολή του εννόμου αγαθού της ιδιοκτησίας δεν έχει αποπερατωθή ουσιαστικώς, όπως χαρακτηριστικά εν προκειμένω, η άμυνα είναι ακόμη δυνατή∙ η απόρριψη του οργάνου του εγκλήματος έχει εδώ την έννοια το πολύ λήξεως της επιθέσεως που συνιστά η παράνομη βία, όχι όμως και η κλοπή. Από άμυνα δεν καλύπτονταν αντιθέτως οι δεύτεροι πυροβολισμοί, καθώς ήταν πλέον βέβαιο ότι η επίθεση είχε λήξει και δεν υπήρχε περίπτωση επαναλήψεώς της.
Παρομοίως, στην υπόθεση εφ’ ης εξεδόθη η ΣυμβΕφΘεσσ 1576/2004 έλαβαν χώρα τα εξής πραγματικά περιστατικά: ο εκκαλών διατηρούσε αρτοποιείο, το οποίο άγνωστος διέρρηξε περί το μεσονύκτιο, χωρίς να καταστή δυνατόν να εντοπιστή από την Αστυνομία, που κλήθηκε επιτόπου. Μετά την λήξη του επεισοδίου, ο εκκαλών ανέβηκε στο διαμέρισμά του, πάνω ακριβώς από το αρτοποιείο του, για να κοιμηθή, περί ώρα όμως 02:00 ξύπνησε από τους θορύβους που έκανε ο επανακάμψας διαρρήκτης. Αμέσως ωπλίστηκε με την κυνηγετική του καραμπίνα και παραφύλαξε τον παθόντα διαρρήκτη από το παράθυρο του διαμερίσματός του:
Μετ’ ολίγον ο άγνωστος δράστης της κλοπής, αφού προφανώς ολοκλήρωσε αυτήν, δρασκέλισε το σπασμένο παράθυρο του φούρνου, απ’ το οποίο ενωρίτερα είχε βγάλει και την σίτα, βρέθηκε στον αύλειο χώρο του φούρνου και με τις πλάτες προς τον καραδοκούντα εκκαλούντα συνέχισε την πορεία του στον παρακείμενο δρόμο προκειμένου να φύγει απ’ τον τόπο της κλοπής. Την στιγμή εκείνη ο εκκαλών, σκόπευσε με την οπλισμένη καραμπίνα του τον απερχόμενο, κατά τα προεκτεθέντα, δράστη εκ των όπισθεν και τον πυροβόλησε. Μετά τον πυροβολισμό, ο δράστης της κλοπής χάθηκε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας.
Το Συμβούλιο εδώ, υιοθετώντας την εμπεριστατωμένη κατά την μείζονα πρότασή της εισαγγελική πρόταση, αρνήθηκε την ύπαρξη καταστάσεως αμύνης, διότι «ο παθών είχεν ήδη αποπερατώσει την κλοπή του, δρασκέλισε το παράθυρο του φούρνου, από μέσα προς τα έξω, διέσχιζε τον αύλειο χώρο του οικήματος του εκκαλούντος, με κατεύθυνση τον δρόμο και έχοντας τα νώτα του προς τον εκκαλούντα, επιδεικνύοντας έτσι μια συμπεριφορά δηλωτική τοις πάσιν ότι εγκαταλείπει τον χώρο της αξιόποινης δράσης του και αποχωρεί, αποχωρούσε εσπευσμένα». Ακριβώς αυτά τα πραγματικά περιστατικά όμως, δηλαδή η τυπική, όχι όμως και η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος, η στενή και αδιάσπαστη χωροχρονική συνάφεια και η χωροχρονική εγγύτητα του επιτιθεμένου στον τόπο της επιθέσεως, συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι η επίθεση ήταν ακόμη παρούσα, ευρισκόμενη συγκεκριμένα στο στάδιο της μετάμυνας, και ότι το πολύ ζήτημα υπερβάσεως ορίων αμύνης του εκκαλούντος ώφειλε να έχη τεθή.
Πολύ ενδιαφέρουσες οι αποφάσεις που παραθέτεις Θανάση!
Αφού δεν σχολιάζει κανείς σοβαρός άνθρωπος, ας πω εγώ τις ανοησίες μου:
Στην περίπτωση του δράστη της φωτογραφίας, με βάση τα όσα διαβάζω εδώ, θεωρώ πως στην επιεικέστερη περίπτωση συντρέχει νομιζόμενη άμυνα υπέρ τρίτου, με το σκεπτικό ότι ο δράστης άκουσε απ’ έξω τους πυροβολισμούς και νόμισε ενδεχομένως ότι: α) οι δράστες πυροβόλησαν κάποιον γείτονά του ή/και β) λήστεψαν κάποιον γείτονά του και διέφευγαν με τη λεία. Στην πρώτη περίπτωση, αν θεωρήσουμε τελειωμένο το έγκλημα της πρόκλησης σωματικών βλαβών, ή και της ανθρωποκτονίας ακόμα, το έγκλημα, άρα και η επίθεση, είναι τετελεσμένα και συνεπώς δεν νοείται άμυνα, αφού δεν μπορεί να αποσοβηθεί ένα κακό που έχει ήδη επέλθει. Σωστά; Στη δεύτερη περίπτωση, αν έχω καταλάβει σωστά όσα κι εσύ δέχεσαι, συγχωρείται άμυνα αφού δεν έχει συντελεστεί η ουσιαστική αποπεράτωση του εγκλήματος μέσω της υπεξαίρεσης των κλοπιμαίων.
Γιατί όμως έχω την αμυδρή αίσθηση ότι έτσι δημιουργούνται ανεπιεική αποτελέσματα; (Δεν μπορείς να πυροβολήσεις τον δρομαίο δράστη που έχει διαπράξει ανθρωποκτονία αλλά μπορείς εκείνον που έχει διαπράξει κλοπή). Έχω καταλάβει κάτι λάθος ή έτσι τελικά επιτάσσει ο ΠΚ;
Εδώ η απολογία του 24χρονου.
Είχε δει τους ληστές πριν και ήξερε ότι δεν κουβαλούσαν καραμπίνα, πιστόλι ή τυφέκιο. Λογικά λοιπόν δεν προκύπτει η πεποίθηση ότι οι ληστές πυροβόλησαν τον γείτονα του. Μόνο η έλλειψη ψυχραιμίας δικαιολογεί μια τέτοια πεποίθηση. Το κατά πόσον αυτό είναι ελαφρυντικό δεν το ξέρω.
Επιπλέον, σύμφωνα με τη μαρτυρία του, τράπησαν σε φυγή και μόνο με την παρουσία αυτού και του αδελφού του, ενώ αργότερα ο ένας ληστής υπάκουσε όταν τον κάλεσε να σταματήσει και ο άλλος δεν προσπάθησε να μπει σε κάποιο σπίτι αλλά προσπάθησε να ξεφύγει τρέχοντας αποκλειστικά σε δημόσια οδό. Από τα στοιχεία αυτά διαφαίνεται ότι οι ληστές δεν είχαν πραγματική πρόθεση να τραυματίσουν ή να σκοτώσουν κανέναν σε οποιοδήποτε σημείο της βραδιάς, ούτε όταν αποπειράθηκαν τις ληστείες, ούτε όταν εμφανώς έτρεχαν για να ξεφύγουν.
Τέλος, σχετικά με την επίκληση μικρού χρονικού διαστήματος, σύμφωνα με την ανακοίνωση της αστυνομίας φαίνεται να έχουν περάσει περίπου 50 λεπτά από την απόπειρα ληστείας. Δεν είναι και τόσο μικρό χρονικό διάστημα.
Προσωπικά θα θεωρούσα υπερβολικά επιεική οποιαδήποτε απόφαση του αναγνώριζε άμυνα κάθε είδους. Ούτε οι δικηγόροι του δεν είμαι σίγουρος ότι προσπαθούν να στηρίξουν την υπεράσπιση του στην θεωρία της άμυνας. Μάλλον στο ατύχημα φαίνεται να προσανατολίζονται. Δικηγόρος όμως δεν είμαι, η πιθανότητα να είμαι λάθος είναι πολύ μεγάλη.
Χριστίνα,
Από την πλευρά της άμυνας, γιατί να είναι ανεπιεικές; Το δικαίωμα της άμυνας χορηγείται προς προστασία των εννόμων αγαθών, όχι προς εκδίκηση ή εκτόνωση. Αν δεν είναι αναγκαίο, αν δεν ωφελεί σε κάτι, τελείωσε, δεν συχωρείται η άσκησή του.
Αλλά υπάρχει και κάτι άλλο ακόμα, δες παρακάτω.
θαλυς,
Καλά, αυτό δεν λέει κάτι, και με κατσαβίδι και με μαχαίρι μια χαρά ληστεία γίνεται και εξίσου κακούργημα είναι.
Άμυνα δεν χορηγείται βέβαια μόνο κατά επιθέσεων κατά της ζωής αλλά και κατά οποιουδήποτε ατομικού εννόμου αγαθού [ή κοινωνικού αποκρυσταλλωμένου σε συγκεκριμένο άτομο].
Πάντως, πράγματι, άμυνα δεν φαίνεται να προκύπτη. Ούτως ή άλλως, και να προέκυπτε, θα επρόκειτο για υπέρβαση αμύνης.
Δύο άλλα στοιχεία θα ήθελα να αναφέρω. Ακόμη και όταν δεν υπάρχη άμυνα, καθόλου δεν συνάγεται ότι απαγορεύεται να πειράξουμε τον δρομαίο κλέφτη, ίσα ίσα. Όλοι μας έχουμε δικαίωμα σύλληψης στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα, τουλάχιστον σε όσα στρέφονται κατά ατομικών εννόμων αγαθών. Το δικαίωμα σύλληψης δεν εξικνείται βέβαια μέχρι της θανάτωσης, γιατί αυτή δεν είναι ποτέ αναγκαία εξ ορισμού για την προσαγωγή του υπόπτου στον Εισαγγελέα. Αν όμως π.χ. βάλουμε τρικλοποδιά στον κλέφτη και πέση και στραμπουλήξη τον αστράγαλό του, μπορεί να μην υπάρχη άμυνα, το άδικο όμως αίρεται λόγω σύλληψης, αν η πράξη μας ήταν αναγκαία.
Το τελευταίο δεν είναι νομικό. Αν είναι ακριβή όσα αναφέρει ο Νίκο Άγκο, ο νεκρός ληστής είχε τέσσερα ανήλικα παιδιά, ήταν 20 χρόνια στην Ελλάδα, κανά χρόνο άνεργος και η γυναίκα του με καρκίνο. Αν είναι αλήθεια όλα αυτά, η τραγωδία της περίπτωσης, αμφοτέρωθεν, είναι σχεδόν ανεπανάληπτη.
Το ανέφερα επειδή ο δράστης ισχυρίστηκε ότι νόμισε πως πυροβόλησαν οι δράστες.
Ναι, αλλά σε συνδυασμό με το ότι έτρεχαν εμφανώς για να ξεφύγουν, δεν φαίνεται να προκύπτει απειλή για κανέναν ή ενδεχόμενο επανάληψης της απόπειρας ληστείας.
Γενικά συμφωνούμε.
Όλοι μας έχουμε δικαίωμα σύλληψης στα αυτόφωρα κακουργήματα και πλημμελήματα, τουλάχιστον σε όσα στρέφονται κατά ατομικών εννόμων αγαθών.
Αν ο Κασιδιάρης πετάξει νερό στη Δούρη ή/και δείρει την Κανέλλη σε ζωντανή μετάδοση και στη συνέχεια εγκαταλείψει το πλατώ, έχουν δικαίωμα οι μπράβοι του Ant1 να τον κλειδώσουν σ’ ένα καμαρίνι;
Αν το έγκλημα διώκεται αυτεπαγγέλτως (π.χ. επικίνδυνη σωματική βλάβη), ναι. Αν κατ’ έγκλησιν (π.χ. απλή σωματική βλάβη, έργω εξύβριση), πρέπει να υποβληθή έστω και προφορικά έγκληση, αλλιώς όχι.
Ευχαριστώ.
Αν κάποιος απ’ το σταθμό, όχι όμως η Κανέλλη ή η Δούρου, πάρει τηλέφωνο την εισαγγελέα Ράικου, είναι αυτό έγκληση; Βλέπω εδώ ότι έγκληση είναι η μήνυση, όχι γενικώς η καταγγελία στις αρχές μιας παρανομίας. Άρα τηλέφωνο την Ράικου πρέπει να την πάρει μια απ’ τις δύο παθούσες, όχι κάποιος άλλος. Σωστά;
Ναι. Έγκληση και μήνυση δεν είναι το ίδιο πράγμα. Έγκληση υποβάλλει μόνο ο παθών, μήνυση οποιοσδήποτε. Στα κατ’ έγκλησιν διωκόμενα εγκλήματα δεν αρκεί μήνυση, πρέπει ο παθών να υποβάλη έγκληση, έστω και προφορικά. Εδώ, για να παρακαμφθή αυτός ο σκόπελος, η εισαγγελία άσκησε δίωξη για ένα συναφές αυτεπαγγέλτως διωκόμενο έγκλημα. Καλά τώρα.