Υπέρ της ελεύθερης ραδιοτηλεόρασης ΙΙ

Λέγαμε λοιπόν στο προηγούμενο ότι το ισχύον συνταγματικό και νομοθετικό πλαίσιο είναι πολύ περιοριστικό για την ραδιοτηλεόραση, σε αντίθεση με την ελευθεροτυπία που επικρατεί στον χώρο του τύπου.

Πού οφείλεται όμως αυτή η διαφορετική αντιμετώπιση;

Τα επιχειρήματα που προσάγονται από τους επάρατους κρατιστές είναι περίπου τα εξής:

α. Οι συχνότητες είναι περιωρισμένες.

Καλώς ήλθατε λοιπόν στο 1974. Το φάσμα των συχνοτήτων που προορίζονται για ραδιοτηλεοπτική χρήση είναι δεδομένο και πεπερασμένο. Η φέρουσα ικανότητά του είναι συγκεκριμένη. Δεν χωράνε άλλοι. Και κάποιος, μαντέψτε ποιος, πρέπει όχι μόνο να κατανείμη τις άδειες (ας καγχάσουμε πάλι εδώ, καγχ, καγχ, καγχ!), αλλά να επιβλέψη και πώς θα διαχειρίζωνται κατά περιεχόμενο τις πολύτιμες και σπάνιες συχνότητες οι παραχωρησιούχοι του δημοσίου, ήτοι οι ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί.

Το ραδιοτηλεοπτικό φάσμα.
Το ραδιοτηλεοπτικό φάσμα.

Πράγματι, κάπως έτσι ήταν τα πράγματα όταν συντασσόταν το άρ. 15 Σ (και τόσο μακριά έβλεπε ο μύωψ συντακτικός νομοθέτης). Το επιχείρημα μάλιστα περί του δημοσίου αγαθού που συνιστούν οι συχνότητες κλπ επαναλαμβάνεται τόσο στερεοτυπικά και τόσο τηλεγραφικά που πραγματικά για τους θιασώτες του πρέπει να ανήκη στον χώρο του αυτονόητου.

Δεν πείθομαι άνευ ετέρου ότι το εκ της σπάνιος επιχείρημα επέτρεπε και τον έλεγχο του περιεχομένου των εκπομπών: γιατί τάχα δεκάδες ραδιοτηλεοπτικοί σταθμοί συνιστούν “σπανιότητα”; [όχι με την οικονομική έννοια] Το εύρος επιλογών που προσφέρουν είναι απολύτως συγκρίσιμο με των εφημερίδων και περιοδικών, αν μή τι άλλο. Για παράδειγμα, οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Αττικής, ζωή νά’χουνε, είναι σχεδόν 60, ενώ οι εφημερίδες, πρωινές και απογευματινές, δεν είναι ούτε 25. Τι κάνει τάχα τους πρώτους “σπάνιους”, αλλά όχι και τις δεύτερες;

Από τότε όμως έχουν περάσει 40 χρόνια και η τεχνολογία προοδεύει, επιβάλλοντας νέες εκτιμήσεις και στην νομική σφαίρα. Το επιχείρημα εκ της σπάνιος βαίνει καθ’ ημέραν απαρχαιούμενο.

Καταρχάς, ζούμε ήδη στην εποχή της ψηφιακής και όχι αναλογικής εκπομπής σήματος. Αυτό από μόνο του σημαίνει ότι η σπάνις δεν είναι πια και τόσο σπάνια, καθόσον το ψηφιακό σήμα επιτρέπει την εκπομπή περισσότερων ακόμη διαύλων σε δεδομένο χώρο του ηλεκτρομαγνητικού φάσματος. Δεν κατέχω τα τεχνικά και δεν μπορώ να μιλήσω με αριθμούς, περιορίζομαι όμως στην διαπίστωση ότι, αν το 1974 υπήρχε κάποιος λόγος κρατικού αμέσου ελέγχου του περιεχομένου (και τονίζω πάλι το “περιεχομένου”), το 2014 έχει πια εκλείψει.

Αλλά δεν φτάσαμε βέβαια στο τέλος. Υπάρχει και η καλωδιακή τηλεόραση, που εξασφαλίζει απεριόριστους τηλεοπτικούς σταθμούς (αλλά και ραδιοφωνικούς, αν υπάρξη ζήτηση). Οι θείοι μου στο Αμέρικα έχουνε καμιά 900αριά, αν θυμάμαι καλά. [Γενικά, σε κάθε επίσκεψή τους διαπιστώνω την τεχνολογική μας υστέρηση: όταν είχαμε 1-2 κρατικά κανάλια, εκείνοι είχανε δεκάδες, και όταν εμείς φτάσαμε στις δεκάδες, εκείνοι βρίσκονταν πλέον στις εκατοντάδες] Θεωρώ ότι και ο πιο πιστός κρατιστής θα παραδεχθή ότι με εκατοντάδες δυνητικά τηλεοπτικούς σταθμούς κάθε λόγος κρατικής παρέμβασης λόγω σπανιότητας εκλείπει.

β. Η ραδιοτηλεόραση εισβάλλει στα σπίτια του καθενός. Την εφημερίδα την πληρώνεις, η τηλεόραση σού επιβάλλεται.

Πράγμα το οποίο σημαίνει, κατά τους ραδιοτηλεορασομάχους, ότι εκτιθέμεθα σε εικόνες και ήχους απρόσκλητους απροειδοποίητοι.

Καλώς ήλθατε λοιπόν στο 1994, τότε που η ιδιωτική τηλεόραση ήταν ακόμη νέα, θριάμβευε και όλοι άλλη δουλειά δεν είχανε παρά να ασχολούνται μαζί της.

Σας έχω νέα:

remote_control

Ελευθερία σημαίνει ευθύνη, μην τα ξαναλέμε. Εκείνος που εγκαθιστά μια τηλεόραση στο σπιτικό του, πράγμα που δεν επιβάλλεται από κανένα ανθρώπινο ή θεϊκό νόμο, αναλαμβάνει και τις συνέπειες. [και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου, στο δικό μας το σπίτι την καταργήσαμε την τηλεόραση πριν λίγους μήνες, ούτως ή άλλως μόνο όταν σιδέρωνα παρακολουθούσα]

Το επιχείρημα αυτό ισχύει όμως εξίσου ξέρετε σε τι άλλο: στο διαδίκτυο. Και αυτό είναι συνέχεια μέσα στο σπίτι μας, και αυτό είναι δωρεάν (σαν περιεχόμενο), και έναντι αυτού είμαστε ευπρόσβλητοι, ανήμποροι και ό,τι άλλο.

Γιατί όχι λοιπόν και ένα Εθνικό Συμβούλιο Διαδικτύου;

Είδαμε επομένως ότι ούτε το ένα ούτε το άλλο επιχείρημα έχουν εφαρμογή αποκλειστικά επί της ραδιοτηλεόρασης.

Να δούμε λίγο όμως τα πράγματα και εις μείζον βάθος: αν όλα τα ως άνω επιχειρήματα αποδεικνύονται απελπιστικά λίγα, γιατί οι επάρατοι κρατιστές επιμένουν στον άμεσο έλεγχο της ραδιοτηλεόρασης; Με άλλα λόγια, γιατί το εκάστοτε κυβερνών κόμμα να επιδιώκη τον περιπόθητο άμεσο έλεγχο;

Ειδικά ο άμεσος έλεγχος της “ποιοτικής στάθμης” των ενημερωτικών εκπομπών κρύβει σοβαρούς κινδύνους για την δημοκρατική κανονικότητα. Πόσο δύσκολο είναι άραγε σε ένα φιλοκυβερνητικό ΕΣΡ να κοντοκλαδέψη κάθε αντιπολιτευτική κριτική υπό το ως άνω πρόσχημα; Ποιος το διακινδυνεύει;

Και τι ακριβώς εννοούσαν οι συντακτικοί μας πατέρες το 1975 αναγράφοντας στην διάταξη του άρ. 15 Σ τον απειλητικό “άμεσο έλεγχο”; Αυτό ακριβώς που επακολούθησε τα επόμενα 15 χρόνια: ερτίλα.

ert

Όταν λοιπόν σήμερα οι ιδεολογικοί τους επίγονοι (ή και οι ίδιοι άνθρωποι ακόμα, οι ίδιοι που απειλούσαν να καταρρίψουν τους δορυφόρους) επικαλούνται το ξόρκι του αμέσου ελέγχου για να διασφαλίσουν την αντικειμενικότητα, την ποιότητα, την ισότητα των φύλων, την κοινωνική αποστολή και λοιπά βαρύγδουπα, ας μας θυμίσουν πρώτα τι πίστευαν για την ελεύθερη ραδιοτηλεόραση το 1985 ας πούμε. Στο κάτω κάτω, ο έλεγχος του ΕΣΡ μόνο άμεσος δεν είναι. Όποιος παλεύει για την αμεσότητα του κρατικού ελέγχου επί των οθονών μας, να έχη το θάρρος της γνώμης του: όχι ημίμετρα, κρατικός επίτροπος του Υπουργείου Τύπου (Γενική Γραμματεία Ενημέρωσης και Επικοινωνίας την λένε τώρα, μπλιαξ) σε κάθε σταθμό!

Να θυμηθούμε λίγο και το άρ. 15 παρ. 1 Σ:

Οι προστατευτικές για τον τύπο διατάξεις του προηγούμενου άρθρου δεν εφαρμόζονται στον κινηματογράφο, τη φωνογραφία, τη ραδιοφωνία, την τηλεόραση και κάθε άλλο παρεμφερές μέσο μετάδοσης λόγου ή παράστασης.

Η διάταξη αυτή του ελληνικού συντάγματος έχει ενδιαφέρουσα προϊστορία, λίαν αποκαλυπτική. Προέρχεται απευθείας από το άρ. 14 του Σ/1952, που ώριζε τα εξής:

Αι προστατευτικαί του τύπου διατάξεις του παρόντος άρθρου δεν εφαρμόζονται επί των κινηματογράφων, δημοσίων θεαμάτων, φωνογραφίας, ραδιοφωνίας και άλλων παρεμφερών μέσων μεταδόσεως λόγου ή παραστάσεως.

Η λαμπρά αυτή παράδοση περιορισμού της ελευθεροτυπίας βρήκε τον αντάξιο συνεχιστή της, πού αλλού, στα δικτατορικά συντάγματα του 1968 (άρ. 14 παρ. 14) και του 1973 (άρ. 14 παρ. 14). Και τι προσέθεσε ο δικτατορικός συντακτικός νομοθέτης; Για μαντέψτε.

Αυτό που είχε μεσολαβήσει από το 1952, αυτό που επισυνέβη στην χώρα μας για πρώτη φορά το 1966.

Την τηλοψία.

Η υπεσχημένη Πετρούλα.
Η υπεσχημένη Πετρούλα.

Leave a Comment