Στο σταθμό του Μονάχου κι άλλες ταξιδιωτικές ιστορίες

Αν δεν ήμουν επαγγελματίας ιστολόγος που παίρνει μερίδιο από το μισθό που καταθέτει μηνιαίως στον Σώτο το διεθνές κεφάλαιο, ο σιωνισμός και το Υπουργείο Οικονομικών θα ήμουν συγγραφέας ταξιδιωτικών οδηγών γεμάτων με άχρηστες πληροφορίες. Στο μέλλον σκοπεύω να ταλαιπωρήσω τους επισκέπτες μας με ταξιδιωτικά κείμενα για συγκεκριμένους προορισμούς. Προς το παρόν, προτιμώ να εγκαινιάσω την σειρά “Ταξιδιωτικά” ενθυμούμενος όσα αποκαλύπτει ο καπνός και κρύβει το σκοτάδι μιας καλοκαιρινής νύχτας για όλες εκείνες τις ίσως ασήμαντες περιηγητικές εικόνες που για κάποιο περίεργο λόγο αρνούνται να βγουν από το μυαλό μας.

Βενετσιάνικη ομίχλη

Από τον καιρό που αρχίζει κανείς να συλλογίζεται τα ταξίδια αντιλαμβάνεται την σημασία της Βενετίας. Αν μάλιστα είναι και ολίγον σινεφίλ αρχίζει να φαντασιώνεται την αγαπημένη του εκδοχή της συγκεκριμένης πόλης ανάλογα με τον καλλιτέχνη που εμπιστεύεται: για να λέει, για παράδειγμα, ο Ford/Indy “Ah, Venice” πριν χαρίσει αμερικάνικο πάθος στην ψηλή γερμανίδα πράκτορα κάτι θα ξέρει. Και δεν μπορεί κοτζάμ Καρέζη να παντρεύτηκε στο τσακα-τσακα τον Αλεξανδράκη μόνο για το αντριλίκι του – κάποιο ρόλο θα έπαιξαν και τα βενετσιάνικα καφέ με τα τραπεζάκια τους στο πλακόστρωτο. Εγώ, όμως, άλλη Βενετία ήθελα να δω: τα κανάλια και τη λιμνοθάλασσα μέσα στην ομίχλη, όπως τα είδε ο Βισκόντι και τα έζησε ο Ντόναλντ ο Σάδερλαντ κυνηγώντας φαντάσματα και δολοφόνους. Και πράγματι, η θέα της πόλης που έχει υποκύψει στο πλέον γοητευτικό των φυσικών φαινομένων είναι μαγευτική και συγκρίνεται μόνο με την αντίστοιχη αίσθηση που αναδύει η ομιχλώδης λιμνοθάλασσα: το νεκροταφείο που μοιάζει να βγαίνει από την πιο κοινότοπη ταινία θρίλερ, το Μπουράνο που θα ζήλευε ο Αγγελόπουλος και το Τορτσέλο με την εκκλησία του να δεσπόζει στο λιτό τοπίο. Και είναι ειρωνικό το πόσο γοητευτικότερη είναι μία πανέμορφη πόλη όταν δεν μπορείς να δεις καθαρά τις χάρες της.

Μαυριτανικές ονειρώξεις

Όσο κι αν εξακολουθώ να έχω μια αδυναμία στην κατά Placido (αλλά και την κατά Lanza) προσέγγιση του “Granada” δεν μπορώ παρά να αναγνωρίσω το προφανές: ο Lara, Μεξικανός ων, δεν τα πήγε άσχημα στους στίχους αλλά τα έκανε θάλασσα στην μουσική. Και εξηγούμαι για να μην παρεξηγούμαι, μια που η μουσική είναι πράγματι υπέροχη: αν η Γρανάδα πρέπει να μπει σε νότες και διαστήματα, το αποτέλεσμα είναι απαραίτητο να είναι αισθαντικό και ελαφρώς σκοτεινό και όχι πομπώδες και αλέγκρο.

Read moreΣτο σταθμό του Μονάχου κι άλλες ταξιδιωτικές ιστορίες