Μια πιο σύντομη εκδοχή του άρθρου δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή της 27ης Νοεμβρίου 2018.
Το μεταναστευτικό ζήτημα, το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει οξυνθή πλέον σε προσφυγο-μεταναστευτικό, συνιστά μια διαρκή πρόκληση για την ελληνική κοινωνία και το ελληνικό κράτος. Είναι γνωστές οι αποτυχίες της κρατικής μας πολιτικής στον τομέα αυτό, αν και είναι παρήγορο ότι στο επίπεδο της κοινωνίας η αλληλεπίδραση και η ώσμωση των απλών ανθρώπων έχουν πολύ καλύτερα αποτελέσματα. Σε κάθε περίπτωση, ανάγλυφο ανακύπτει το ερώτημα: τι ακριβώς αναμένουμε σαν κοινωνία από τους μετανάστες που ζουν ανάμεσά μας; Ποιος είναι ο σκοπός μας; Τι θέλουμε από αυτούς;
Κατ’ αρχάς, θεωρώ δεδομένο ότι οι μετανάστες ήρθαν για να μείνουν, εκτός αν με την θέλησή τους αναχωρήσουν, κυρίως λόγω των οικονομικών συγκυριών. Πρόκειται για μερικές εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους, που επέλεξαν υπό δύσκολες συνθήκες να ταυτίσουν την μοίρα τους με την Ελλάδα. Σαν σύνολο ωφέλησαν την χώρα μας και ωφελήθηκαν από αυτήν τα τελευταία 25 χρόνια. Παραβλέποντας τις αναπόφευκτες εξαιρέσεις που δυσφημούν το σύνολο, πλέον είναι σαφές και στον πιο δύσπιστο ημεδαπό ότι οι μετανάστες στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό τους εντάχθηκαν και εντάσσονται ομαλά στον κοινωνικό μας ιστό.
Πώς εννοούμε όμως ακριβώς την ένταξη αυτή; Από την προσέγγιση που υιοθετούμε εξαρτάται η απάντηση σε ζητήματα που έχουν κατά καιρούς φορτίσει συναισθηματικά την ημεδαπή κοινωνία. Νά μερικα τέτοια παραδείγματα: σημαιοφόροι μαθήτριες με ισλαμική καλύπτρα, στρατεύσιμοι που κάνουν με τα χέρια τους τον αλβανικό αετό, σιίτες που αυτομαστιγώνονται στην εορτή της Ασούρας, μετανάστες των οποίων η αίτηση πολιτογράφησης απορρίπτεται για λόγους που μοιάζουν ασήμαντοι, το χρονίζον ζήτημα του ισλαμικού τεμένους.
Εν προκειμένω διανοίγονται χονδρικά δύο δρόμοι ενώπιόν μας: ο ένας είναι ο δρόμος της ενσωμάτωσης και ο άλλος ο δρόμος της αφομοίωσης. Ο πρώτος δρόμος αποσκοπεί στην ένταξη στην πολιτική κοινότητα, ενώ ο δεύτερος στην εθνική κοινότητα. Ο πρώτος επιδιώκει να δημιουργήση καλούς πολίτες, ενώ ο δεύτερος καλούς Έλληνες. Δεν ισχυρίζομαι ότι οι δύο ως άνω οδοί είναι πλήρως διαχωρισμένες, θα ήθελα όμως να τις εξετάσουμε ως ιδεοτύπους. Αν και η ελληνική προσέγγιση μάλλον ταυτίζεται στην πράξη με την μία από τις δύο.
Ας αρχίσουμε από τη αφομοίωση λοιπόν. Η αφομοιωτική οδός είναι η οδός του εξελληνισμού, η οδός εκείνη που θα απαιτήσει από τον μετανάστη να απαρνηθή το εθνικό του παρελθόν, να υιοθετήση πλήρως την καινούργια του πατρίδα και να ζήση στο εξής σαν καλός Έλληνας και μόνο, ωσάν ο εθνικός του διακόπτης να είχε γυρίσει από την ένδειξη π.χ. «Αλβανός» στην νέα ένδειξη «Έλληνας». Είναι προφανές ότι στο αφομοιωτικό εγχείρημα αξιώνονται ως συνοδά στοιχεία κάποιοι, οποιοιδήποτε, ενδείκτες του ομόγλωσσου και του ομόθρησκου. Έτσι, ανακαλύπτονται Πόντιοι παππούδες, τελούνται ορθόδοξες βαπτίσεις, αναζητούνται ημεδαποί γαμπροί, προβάλλεται η καταγωγή από κάποιο βλαχοχώρι. Ο μετανάστης θα γίνη δεκτός μόνο σαν 100% δικός μας, διαφορετικά θα μείνει για πάντα Άλλος. Πρωτεύει το ερώτημα «τι είσαι;», που σημαίνει στην πραγματικότητα «με ποιους εισαι;».
Ηπιώτερη είναι η οδός της ενσωμάτωσης. Εδώ το εγχείρημα είναι λιγότερο εγκλειστικό και περισσότερο ανοικτό. Η ενσωμάτωση προϋποθέτει βέβαια την γνώση της γλώσσας, βασικών στοιχείων της ιστορίας και των θεσμών, αλλά πολύ περισσότερο τον εναγκαλισμό του καθ’ ημάς ομοτρόπου: ο μετανάστης που πάει στο γήπεδο, που έχει γνώμη για το αν είναι ανώτερο το Ιόνιο ή το Αιγαίο για διακοπές, που ακούει ζεϊμπέκικα για να μερακλώση και που, ακόμη, καπνίζει σε κλειστούς χώρους είναι ήδη Έλληνας πολύ περισσότερο από ό,τι νομίζει ακόμη και ο ίδιος. Οι εθνικές ταυτότητες δεν αντιμετωπίζονται ως αμοιβαία αποκλειόμενες. Το ερώτημα είναι «ποιος είσαι;».
Θεωρώ ότι είναι τόσο δίκαιο, όσο και συμφέρον να κινηθούμε προς την κατεύθυνση της ενσωμάτωσης. Δεν είναι μόνο το δημογραφικό μας πρόβλημα που καλεί προς τούτο ούτε η αναμφίβολη κοινωνική πραγματικότητα, δηλαδή το απλό πραγματικό γεγονός της ύπαρξης αυτών των ανθρώπων, αλλά και στοιχειώδεις εκτιμήσεις δικαιοσύνης: στο δημοκρατικό μας πολίτευμα ταιριάζει πολύ περισσότερο η ανεκτικότητα και η συμπερίληψη, παρά ο αποκλεισμός και η ελληνομετρία.
Πρόβλημα δημιουργούν μόνο όσοι εκφράζουν λόγω και έργω πρόθεση αποφυγής της ενσωμάτωσης, όσοι συνεπώς δεν τιμούν την παροιμία «νύφη, όπως τα βρήκες και όχι όπως τα ήξερες!». Όσοι μαθαίνουν μόνο στοιχειώδη ελληνικά, βλέπουν μόνο την τηλεόραση της πατρίδας τους, ψωνίζουν μόνο από ομοεθνείς τους, επιλέγουν να συναναστρέφωνται μόνο ομοεθνείς τους και, το κυριώτερο, αναζητούν ερωτικό σύντροφο μόνο μεταξύ των ομοεθνών τους χτίζουν μια παράλληλη και ασύμπτωτη κοινωνία. Μια κοινωνία που είναι παντελώς ανεπιθύμητη, διότι ισοδυναμεί με αποτειχισμό (προφανώς δεν αναφέρομαι εδώ σε όσους εξαναγκάζονται σε αυτές τις επιλογές, λόγω απόρριψης από τους γηγενείς, αλλά σε όσους συνειδητά προβαίνουν σε αυτές, όπως καληώρα πολλοί ομογενείς μας στο Αμέρικα). Για τους υπόλοιπους, ενσωματωμένους ήδη και ενσωματώσιμους μετανάστες, η κοινωνία μας (οφείλει να) είναι ανοιχτή.
Και ας μην ανησυχή κανείς υπέρμετρα: μέσω της ενσωμάτωσης προάγεται και η αφομοίωση. Κάποιοι, ιδίως οι νεώτεροι, θα αναπτύξουν ελληνική εθνική συνείδηση, κάποιοι θα αναπτύξουν διπλή, κάποιοι θα κρατήσουν μόνο την παλιά τους πατρίδα. Και πάλι, όλοι δικοί μας θα είναι.
Πολύ ενδιαφέρον άρθρο, Θανάση!
Δεν θα σταθώ καθόλου στα περί αφομοίωσης των μεταναστών – προσφύγων:το επεχείρησαν στη Γαλλία και πέτυχαν παταγωδώς.
Αυτό που δεν κατάλαβα είναι πώς εννοείς τον διαχωρισμό της ένταξης από την αφομοίωση. Στην πρώτη περίπτωση δεν θα ασκηθεί σαφώς πίεση στα άτομα να ενταχθούν στην εθνική ταυτότητα, να αφομοιωθούν στην κοινή κουλτούρα ή να “ζουν στην σιωπή”. Αντίθετα, η διαφορετικότητα και η πολυμορφία θα νομιμοποιηθούν. Σε ιδιωτικό, όμως, επίπεδο. Οι μουσουλμάνοι θα μπορούν ελεύθερα να προσεύχονται στα τζαμιά. Οι μουσουλμάνες να βολτάρουν με τα τσαντόρ. Θα αναγνωριστούν, δηλαδή, οι ξεχωριστές ομάδες και κοινότητες και μαζί με αυτές οι αυτοτελείς πολιτισμικές ταυτότητες. Είναι, όντως, ένα μεγάλο βήμα προς τα εμπρός. Και κάπως έτσι νομίζω δουλεύει το σύστημα στην Αγγλία. Και πάλι, όμως, δεν νομίζω η πολιτική της ένταξης να είναι αρκετή όσο υπάρχει μια κυρίαρχη εθνική ταυτότητα. Γιατί οι εθνικές επέτειοι θα εξακολουθήσουν να εορτάζονται. Στο μάθημα της ιστορίας τα συριόπουλα θα μαθαίνουν για τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη και του Καραϊσκάκη. Οι μετανάστες και οι πρόσφυγες πάλι ξένοι θα αισθάνονται (και θα είναι). Γιατί, στο σχολείο τους δεν θα τους μιλήσει κανένας για τους ήρωες της δικής τους πατρίδας! Και οι παραχωρήσεις που θα γίνουν υπέρ τους αναπόφευκτα θα ενισχυσουν τους ακροδεξιούς. Μπάχαλο!
Νομίζω, δηλαδή, ότι η “ενταξη” είναι μια κατάσταση ενδιάμεση, θολή, ανεπαρκής και προβληματική. Αν αποφασίσεις σαν χώρα να μην τους δεχτείς, δικαίωμά σου κι όσο αντέξεις (στην διεθνή πίεση), άντεξε. Αν, όμως, είσαι 9,5 εκατομμύρια, με το 70% εξ αυτών άνω των 50 ετών, ο γείτονάς σου θα έχει σε λίγο υπερδεκαπλάσιο πληθυσμό από εσένα, τότε τους δέχεσαι, λες κι ένα ευχαριστώ και παίρνεις απόφαση ότι όπως πριν 200 χρόνια σου φυτέψανε μια εθνική ταυτότητα συνδεδεμένη με την κλασική Ελλάδα, για να επιβιώσεις ως νεοσύστατο έθνος κάτι ανάλογο πρέπει να γίνει και τώρα.
Εν προκειμένω, η εθνική ταυτότητα (ξαναλέω, αν αποφασίσουμε να συμπεριλάβουμε, όχι απλά να
τους πρόσφυγες, δεν πρέπει να είναι εφεξής σταθερή ούτε ομογενής, αλλά αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε μια διαδικασία πολισμικού συγκρητισμού. Η εθνοτική και η πολιτική ταυτότητα δεν είναι ανάγκη να ταυτίζονται. Γιατί να μην συνυπάρχουν πολλές ταυτότητες στο ίδιο άτομο;Γιατί δηλαδή ο Θανασάρας ο Αντετοκούμπο να μην μπορεί να σηκώνει την γαλανόλευκη και ταυτόχρονα να πηγαίνει σε μια συνάντηση των νιγηριανών της Ελλάδας;
Νομίζω, δηλαδή, Θανάση ότι δεν θα πρέπει να μιλάμε για ένταξη αλλά για συμπερίληψη. Και οι αλλαγές πρέπει να ξεκινήσουν από το σχολείο. Και να αρχίζουμε να λέμε και καμιά αλήθεια για την πραγματική μας καταγωγή…
Άντε ρε, πού χάθηκες!
Να σου δώσω μερικά παραδείγματα (εγώ αντιδιαστέλλω αφομοίωση προς ενσωμάτωση, όχι ένταξη. Θέμα ορισμών είναι βέβαια αυτά): αφομοιωτική θα ήταν π.χ. μια ρύθμιση που θα απαγόρευε την διπλή ιθαγένεια (δεν ισχύει). Εκτός όμως από το νομικό πλαίσιο, εδώ με ενδιαφέρει περισσότερο και η στάση της κοινωνίας, μιας κοινωνίας που για να δεχτή κάποιον θέλει να τον δη αγκαλιά με την ελληνική σημαία σαν τον Αντετοκούμπο και εξεγείρεται αν τον δη να σχηματίζη τον αλβανικό αετό, κι ας φορά την στολή του στρατεύσιμου. Άλλο παράδειγμα: να διατίθενται οι σχολικές αίθουσες εκτός ωρών διδασκαλίας για την διδασκαλία των μητρικών γλωσσών, με έξοδά τους; Ο αφομοιωτής θα το αρνηθή.
Θα πηγαίνουν στο θέατρο και στο μουσείο; Έστω στο μπαρ και στην ταβέρνα; Θα κάνουν μπάνιο στην παραλία με όλο τον άλλο κόσμο; Αν όχι, δεν είναι ενσωματωμένοι, είναι αυτό που ονομάζω αποτειχισμένοι.
Αυτό γιατί βλάπτει την ενσωμάτωση; Και τα δικά μας τα ομογενόπουλα πάνε στο ελληνικό σχολείο της κοινότητας ή της εκκλησίας το σαββατοκύριακο.
Αυτό μόνο οι αφομοιωτικοί το υποστηρίζουν.
Είπα εγώ το αντίθετο;
“
Με εξοδά τους;Γιατί;Τα τμήματα ένταξης, ας πούμε για παιδιά με μαθησιακές δυσκολίες, λειτουργούν με έξοδα των γονέων; Δύο μέτρα και δυο σταθμά; Πάλι άνιση αντιμετώπιση. Και δεν νομίζω να μην το δεχτεί ο αφομοιωτής αφού δεν θα πληρώσει από την τσέπη του. Εδώ δέχεται την ειδική κατηγορία στις βάσεις των πανελλαδικών για τους μουσουλμάνους της Θράκης, που συνιστά κατάφωρη καταπάτηση του δικαιώματος για ίσες ευκαιρίες σε όλους.
Θα αναγκαστούν στο σχολείο να μαθαίνουν για τον Κολοκοτρώνη, τον Περικλή, τον Αβραάμ; Δεν θα αισθανόσουν άβολα αν ήσουν Βούλγαρος και στο σχολείο σου στο Λονδίνο σου μιλούσαν για τον Ριχάρδο τον Λεοντόκαρδο και τον Ερρίκο τον 8ο; Δεν θα σκεφτόσουν κάπως έτσι: “ρε πούστη μου, γιατί να γεννηθώ Βούλγαρος;” ή ἁν έπαιρνες ανάποδες στροφές το κεφάλι, δεν θα έλεγες, σιωπηρά ή φωναχτά: “μου σκοτίσατε τα μέζεα με τους προγόνους σας μαλάκες Άγγλοι;” Κάπως, έτσι, φαντάζομαι, πρέπει να σκεφτόταν κι ο Τζιχάντι Τζον…
Τα δικά μας τα ομογενόπουλα φοιτούν σε σχολεία δυτικών κρατών στα οποία α) ο ελληνικός πολιτισμός αφ’ενός διδάσκεται, αφ’ ετέρου εκθειάζεται, άρα δεν νιώθουν μειονεκτικά β) επειδή ο ελληνικός τρόπος ζωής ανήκει και ακόμα περισσότερο θέλει να ανήκει στον δυτικό, το ελληνάκι του εξωτερικού εντάσσεται εύκολα σε έναν οικείο πολιτισμό. Όπως, και το αφγανάκι προφανώς θα έχει λιγότερες δυσκολίες προσαρμογής σε σχολείο στο Κατάρ σε σχέση με ένα ελληνικό.
Αυτό που πιστεύω είναι ότι η ένταξη ή ενσωμάτωση ή όπως θες να την βαφτίσεις είναι μια καλλωπισμένη αφομοίωση. Με την ενσωμάτωση προσπαθείς να τους εντάξεις σε ένα ξένο γι΄ αυτούς σώμα, αυτό που πρέπει να κάνεις είναι να κάνεις δυο βήματα και να αναπροσαρμόσεις την εθνική σου ταυτότητα στα νέα δεδομένα. Ο μουσουλμάνος, όπως έχει πλέον αποδειχθεί δεν αφομοιώνεται (δες Γαλλια), ούτε ενσωματώνεται (δες Αγγλία).Και στις δυο περιπτώσεις η ανατροφή του σε ένα περιβάλλον που τον έκανε να αισθάνεται ντροπή ή έστω κατωτερότητα για την καταγωγή του γεννα εξτρεμισμό.
Γνώμη μου είναι ότι χρειάζονται γενναίες αποφάσεις, η αναζωογόνηση του νεοελληνικού έθνους με νέο αίμα είναι ζωτικής σημασίας. Πρέπει να γίνει πιο διεθνιστική η διδασκόμενη ιστορία. Για να μην λέω πολλά, διάβασε εδώ την πρόταση του ΙΕΠ για την ιστορία στο γυμνάσιο (με βρίσκει 100% σύμφωνο):
https://stadiodromia.gr/enhmer2sh/18_19/istoria.pdf
Και, επίσης, το κράτος πρέπει να γίνει θρησκευτικά ουδέτερο.
Η εκτός, αν με κάποιον τρόπο ήσουν υποχρεωμένος δια νόμου να γεννοβολάς 3 παιδιά και άνω…
Αν έχεις χρόνο, διάβασε κι αυτό…
http://citeseerx.ist.psu.edu/viewdoc/download?doi=10.1.1.306.6663&rep=rep1&type=pdf