Η Ελλάς υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας ΙI

Συνεχίζω εδώ τον σχολιασμό της απόφασης Town of Greece vs Galloway μετά την προηγούμενη ανάρτηση.

Πώς διακρίνεται η περίπτωση της απόφασης από παρόμοια πραγματικά περιστατικά, που μας απασχολούν και εμάς εδώ εις τας Ευρώπας, όπως είναι η σχολική προσευχή, οι εικόνες σε σχολεία ή δικαστήρια και ο αγιασμός ή η δοξολογία σε επίσημες περιστάσεις;

Να τα δούμε ένα ένα. Γνώμη μου είναι ότι διακρίνεται επαρκώς από τα δύο πρώτα, αλλά ταυτίζεται με το τρίτο.

Καταρχάς, στην σχολική προσευχή είναι (ήταν;) υποχρεωτική η παρουσία (στον βαθμό που δεν είναι υποχρεωτική, δεν έχω πρόβλημα μαζί της). Επιπλέον, υπάρχει και η περιπλοκή σχετικά με τα δικαιώματα των ανηλίκων και το δικαίωμα των γονέων στην ανατροφή των τέκνων τους. Στην περίπτωση όμως του Δήμου Ελλάδος, η νομοθετική προσευχή αφορούσε το εισαγωγικό και τελετουργικό μέρος της διαδικασίας, εκεί όπου, μεταξύ άλλων ωρκίζονταν και πίστη στην σημαία τους. Οι προσφυγούσες [παρένθεση: για την δικονομική ακρίβεια, ενώπιον του SCOTUS προσφυγών ήταν ο Δήμος, όχι οι γυναίκες] εκούσες εξετέθησαν στα κατ’ αυτές προσβλητικά λόγια του ιερέα: αν ήθελαν, ας έβγαιναν έξω και ας επέστρεφαν όταν θα γινόταν η συζήτηση για το θέμα τους. Η παρουσία τους στην προσευχή δεν ήταν προαπαιτούμενο για να ασκήσουν τα δικαιώματά τους ως πολίτες ενώπιον του δημοτικού συμβουλίου.

Οι ίδιες βέβαια ισχυρίζονται το αντίθετο (σελ. 9):

…they argue that the setting and conduct of the town board meetings create social pressures that force nonadherents to remain in the room or even feign participation in order to avoid offend­ing the representatives who sponsor the prayer and will vote on matters citizens bring before the board. The sec­tarian content of the prayers compounds the subtle coer­cive pressures, they argue, because the nonbeliever who might tolerate ecumenical prayer is forced to do the same for prayer that might be inimical to his or her beliefs.

Και ξανά στην σελ. 18:

the public may feel subtle pressure to participate in prayers that violate their beliefs in order to please the board members from whom they are about to seek a favorable ruling.

Τους εξαναγκάζουν; Σιγά μην τους βιάζουν κιόλας.

Γιατί αυτού του είδους η πίεση, μια πίεση που επιβάλλει ο καθένας ελεύθερα στον εαυτό του, είναι τάχα αθέμιτη; Δεν ξέρει ο Εβραίος ή ο άθεος πολίτης της Ελλάδος ότι είναι μειονοτικός; Δεν ξέρει ότι ίσως να έχη καλύτερη πρόσβαση στην εξουσία ως Χριστιανός; Δεν αποτελείται η κοινωνία από ανθρώπους που εκφράζουν την προσωπικότητά τους και, εκφράζοντάς την, επηρεάζουν αλλήλους;

Θέλω να επιμείνω λίγο σε αυτό το σημείο: ακριβώς την ίδια φλυαρία περί “προσβολής” εκστομίζουν και άλλοι πολίτες, διαμαρτυρόμενοι για άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Πώς θα μας φαινόταν αν κάποιος παρεπονείτο επειδή δύο ομοφυλόφιλοι δημοτικοί σύμβουλοι φιλιούνταν δημοσίως πριν αρχίση η συνεδρίαση; Δεν θα του λέγαμε δικαίως “άμα δεν σ’ αρέση, μεγάλε, κοίτα από την άλλη μεριά!”. Θα συνιστούσε αυτό “εξαναγκασμό” του να φιληθή και αυτός με κάποιον ομόφυλό του; Δικαίως θα απαιτούσε ουδετερόφυλο δημοτικό συμβούλιο;

Αυτό περίπου λέει και η απόφαση στην σελ. 21:

Respondents stated that the prayers gave them offense and made them feel excluded and disrespected. Offense, however, does not equate to coercion. Adults often encounter speech they find disagreeable.

Ενώ λοιπόν οι προσφυγούσες θέλησαν να παρουσιάσουν την υπόθεσή τους ως μια περίπτωση καταπίεσης των ατομικών δικαιωμάτων τους (ποιου ακριβώς; του δικαιώματος να μην εκτίθενται σε δημόσιο χώρο στις θρησκευτικές πεποιθήσεις των συμπολιτών τους;) από το κράτος, στην πραγματικότητα πρόκειται για μια περίπτωση σύγκρουσης δικαιωμάτων μεταξύ πολιτών, καθένα εκ των οποίων ζητεί την κρατική συνδρομή και η πρακτική εφαρμογή των οποίων πρέπει να εναρμονιστή. Έτσι, οι μεν δημοτικοί σύμβουλοι αξιώνουν την κρατική συνδρομή ενόψει της θετικής υποχρέωσης του κράτους να διευκολύνη την θρησκευτική τους έκφραση εντός του πλαισίου μιας θρησκειοφιλούς κρατικής πολιτικής. Από την άλλη μεριά, οι προσφυγούσες αντιλαμβάνονται την άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας των συμπολιτών τους δημοτικών συμβούλων ως άσκηση κρατικής πολιτικής, λαβούσες άλλο αντ’ άλλου.

Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Και μη χειρότερα.
Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σὲ, καὶ δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι. Και μη χειρότερα.

Παραφράζοντας λοιπόν το γνωστό σύνθημα θα έλεγα:

Κάποιοι άνθρωποι είναι ομοφυλόφιλοι θρησκεύουν. Ξεκολλάτε επιτέλους!

Κατά δεύτερον, με το ζήτημα των εικόνων υπάρχει ομοιότητα σοβαρή κατά τούτο: δημιουργείται εξωτερικά η εντύπωση ότι το κράτος υποστηρίζει συγκεκριμένο θρήσκευμα. Η ειδοποιός διαφορά ωστόσο είναι ότι στην περίπτωση των εικόνων η τοποθέτησή τους επιβάλλεται από κάποιον κανόνα δικαίου ή, έστω, από κάποιου είδους κρατική εντολή, ενώ στην περίπτωση της νομοθετικής προσευχής η πρωτοβουλία ανήκε στους δημοτικούς συμβούλους ως πολίτες. Υπό αυτήν την έννοια, το ζήτημα των εικόνων είναι κατ’ εμέ πρωτίστως χωροταξικό: πρόβλημα υπάρχει όσο η θρησκευτική εικόνα τοποθετείται σε σημείο που αποπνέει αυθεντία και εξουσία, όπως ακριβώς πίσω και πάνω από τους δικαστές.

Τούτου λεχθέντος, ερωτάται: και αν αύριο μεθαύριο θελήσουν να προσευχηθούν δημοσίως με παπάδες και αγιαστούρες όχι οι δημοτικοί σύμβουλοι, αλλά οι ίδιοι οι δικαστές; Αν οι δικαστές που δίκασαν την συγκεκριμένη υπόθεση είχαν λίγο πριν φωνάξει ένα παπά να τους φωτίση;

Αυτό είναι σαφώς πιο σοβαρό, δεδομένου ότι η αμεροληψία συνιστά προϋπόθεση της εύδικης απονομής δικαιοσύνης. Πάντως και εδώ μπορούμε να διακρίνουμε ανάμεσα σε θρησκευτικές τελετουργίες τελούμενες άπαξ του έτους, όπως ο αγιασμός στο ΣτΕ, που προκάλεσε εύλογες αντιδράσεις πριν λίγα χρόνια, και σε προσευχές που αναπέμπονται κάθε φορά που συνεδριάζει το δικαστήριο, όπως συμβαίνει στο ίδιο το SCOTUS:

God save the United States and this honorable Court.

Εκεί όπου οι ομοιότητες είναι πολύ πιο βαρύνουσες από τις διαφορές όμως είναι οι δοξολογίες. Στις δοξολογίες κυριολεκτούνται ακριβώς αυτά που αναφέρει το δικαστήριο (σελ. 14-15):

The relevant constraint derives from its place at the opening of legislative ses­sions, where it is meant to lend gravity to the occasion and reflect values long part of the Nation’s heritage. Prayer that is solemn and respectful in tone, that invites law­ makers to reflect upon shared ideals and common ends before they embark on the fractious business of governing, serves that legitimate function.

Και παρακάτω (σελ. 23):

In the town of Greece, the prayer is delivered during the ceremonial portion of the town’s meeting. Board members are not engaged in policymaking at this time, but in more general functions… The prayer in this case has a permissible ceremonial purpose. It is not an uncon­stitutional establishment of religion.

Εδώ βέβαια διακρίνω μια οπή στην επιχειρηματολογία: αν η νομοθετική προσευχή συνιστά γνήσια έκφραση θρησκευτικής ελευθερίας των δημοτικών συμβούλων ως πολιτών, τότε δεν προέχει η τελετουργία, ο τύπος, το έθιμο, το θεαθήναι. Και αν προέχει το τελετουργικό στοιχείο, τότε δεν μιλάμε πλέον για ιδιωτική έκφραση σε δημόσιο χώρο, αλλά για υιοθεσία της θρησκευτικής πρακτικής εκ μέρους του κράτους.

Η απόφαση συνεχίζει πολύ λογικά στην σελ. 17:

That nearly all of the congregations in town turned out to be Christian does not reflect an aversion or
bias on the part of town leaders against minority faiths.

Με άλλα λόγια: θα είχαμε πρόβλημα αν σε κάποιο μειονοτικό δήμο πήγαινε στην αρχή της χρονιάς ο ιμάμης και έψελνε; Όχι. Γιατί να έχουμε;

Αξιοσημείωτο είναι επίσης ότι οι προσφυγούσες δεν αντετίθεντο σε κάθε νομοθετική προσευχή, παρά μόνο στον βαθμό που υπερέβαινε κάποια ομολογιακά εσκαμμένα:

Respondents maintain that prayer must be nonsectarian, or not identifiable with any one religion; and they fault the town for permitting guest chaplains to deliver prayers that “use overtly Christian terms” or “invoke specifics of Christian theology.” Brief for Respondents 20. A prayer is fitting for the public sphere, in their view, only if it con­tains the ‘“most general, nonsectarian reference to God.

Για την Εβραία να το καταλάβω αυτό, αλλά μου έκανε εντύπωση πώς μια άθεη δεν καταφέρεται εναντίον ακόμη και της κοθορνικής προσευχής, μιας προσευχής δηλαδή ετοιμοφόρετης σε κάθε πόδι.

Υπό το φως αυτό βρίσκω κάπως ειρωνική την πολύ εύστοχη διατύπωση της σελ. 13 της απόφασης:

Government may not mandate a civic religion that stifles any but the most generic reference to the sacred any more than it may prescribe a religious orthodoxy.

Εμ, υπάρχουν στιγμές που εμένα μου φαίνεται ότι αυτό ακριβώς κάνει!

Πιο γραφικός ανοίγεις ρουμς του λετ στην Αμοργό.
Πιο γραφικός ανοίγεις ρουμς του λετ στην Αμοργό.

Κατά τα λοιπά αυτή η εμμονή στην ιστορική και υποκειμενική ερμηνεία του Συντάγματος είναι κάπως ενοχλητική (σελ. 19):

As a practice that has long endured, legislative prayer has become part of our heritage and tradition, part of our expressive idiom, similar to the Pledge of Allegiance, inaugural prayer, or the recitation of “God save the United States and this honorable Court” at the opening of this Court’s sessions.

Θέλω όμως να υπογραμμίσω ότι ολόκληρο SCOTUS επικαλείται την αμερικανική συνταγματική ιδιοπροσωπία για να δικαιολογήση μια αμφιλεγόμενη πρακτική. Φανταστήτε να έκανε το ίδιο ένα δικό μας δικαστήριο πόσα θα άκουγε από τους στρασβουργόφρονες.

Στην σελ. 19 η απόφαση έχει ακόμη ένα σημείο με το οποίο συμφωνώ:

The principal audience for these invocations is not, indeed, the public but lawmakers themselves, who may find that a moment of prayer or quiet reflection sets the mind to a higher purpose and thereby eases the task of governing.

Οι σύμβουλοι παραμένουν πολίτες με ατομικά δικαιώματα, ακόμη και αν αναλάβουν κάποια πολιτειακή λειτουργία. Το συντεταγμένο κράτος τούς διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων τους, στοιχούμενο αυτό με εκείνους και όχι απαιτώντας από τους πολίτες συμμόρφωση στην δική του ουδετεροθρησκία. Προηγείται ο πολίτης στην έκφραση των δικαιωμάτων του και όχι η ολότητα.

Και για να τελειώνουμε καμιά φορά (και να μας μειώνωνται και τα συμπλέγματα). Επιτρέψτε μου να σας συστήσω τον φίλο μου τον Μπάρρυ:

Barry C. Black
Barry C. Black

Καταρχάς, η πρώτη δουλειά του φίλου μας είναι το Ναυτικό. Ο Βαρρύμελας είναι ένας μπαρουτοκαπνισμένος Υποναύαρχος (Rear Admiral, αν το μεταφέρω σωστά στα καθ’ ημάς. Ξέρετε, εμείς του ΕΣ δεν πολυασχολούμαστε με τους ναύτες, καταλαβαίνετε). Τώρα που έφυγε όμως από την ενεργό δράση, ο Βαρρύμελας βρήκε μια καινούργια (και καλοπληρωμένη) δουλειά:

Είναι ο παππάς της αμερικανικής Γερουσίας!

Κάθε συνεδρίαση της Συγκλήτου, κάθε εργάσιμη μέρα, κάθε φορά, αρχίζει με μια σύντομη προσευχή του Μπάρρυ. Ας διαβάσουμε για παράδειγμα την προσευχή του Βαρρυμέλανος για το αμερικανικό χρέος:

Let us Pray.
Almighty God, we praise your name. You are high over all the nations and your glory is greater than the heavens.
Let your spirit move our lawmakers to do your will. Teach them valuable lessons from hardships and adversities as they work to be worthy of the sacrifices of those who have already given so much for freedom.
Lift them from the darkness of hopelessness so that they may take steps toward your light. May your presence and grace bring comfort as you inspire them to choose what is right and just.
May they take the tide that leads to fortune, rather than risk a national voyage bound in shadows and in miseries.
We pray in your powerful name. Amen.

Καλή προσευχή, δε λέω, αλλά λίγο μονοθεϊστική και ιουδαιοχριστιανική, δεν βρίσκετε;

Κάτι σε πιο κόθορνο δεν υπάρχει;

8 thoughts on “Η Ελλάς υπέρ της θρησκευτικής ελευθερίας ΙI”

  1. Αόρατη Μελάνη,

    ουσιαστικά τους επιτρέπουμε να απεκδυθούν την ιδιότητά τους του δημόσιου λειτουργού. Παύουν να είναι αυτό που πρέπει να είναι εκείνη τη στιγμή, και αυτό ως πολίτης δεν μπορώ να το δεχτώ.

    Μπες στην θέση τους. Ίσως νιώθουν ότι απεκδύονται τα ατομικά δικαιώματά τους ως πολιτών για να ασκήσουν το δημόσιο λειτούργημα. Ίσως εκείνο που είναι πάνω από όλα και αυτό που δεν επιτρέπεται ποτέ να παύσουν να είναι είναι ακριβώς: πολίτες.

    Δεν είναι δυνατόν δηλαδή να λέμε ότι οι στρατιώτες π.χ. ή οι φυλακισμένοι είναι πρώτα πολίτες και μετά όλα τα άλλα, αλλά ειδικά οι δημόσιοι αξιωματούχοι είναι πρώτα αξιωματούχοι και αφήνουν κάθε άλλη ιδιότητα σπίτι τους.

    Τέτοια περιστατικά δεν είναι μεμονωμένα ούτε ασήμαντα, και αν μπορούν να συμβαίνουν, είναι επειδή δεν έχουμε απλώς επιτρέψει να παρεισφρήσει ο “νόμος του θεού” στο χώρο των δημόσιων λειτουργημάτων αλλά το έχουμε επιβάλλει κιόλας (η προσευχή στα σχολεία είναι υποχρεωτική). Επειδή έχουμε επιτρέψει να θεωρείται η αφοσίωση στην θρησκευτικότητα ίση ή και ανώτερη προς την αφοσίωση στην πολιτεία.

    Ίσως έχεις δίκιο ειδικά για την Ελλάδα και για την πρακτική που υπάρχει εδώ. Δύσκολα εδώ ο δήμος θα καλούσε έναν ιμάμη ας πούμε. Αλλά τότε αυτό είναι εκείνο που πρέπει να αλλάξη.

    Reply
  2. Ομολογώ ότι μ’ αυτά και μ’ αυτά δεν έχω διαβάσει ακόμη την απόφαση. Βασίζομαι λοιπόν στα σημεία της απόφασης που μεταφέρεις στο σχόλιό σου. Συμφωνώ μαζί σου ότι το επιχείρημα περί εξαναγκασμού δεν είναι πειστικό. Αλλά ενώ ο εξαναγκασμός είναι (ίσως) αναγκαίο κριτήριο της ύπαρξης παραβίασης της θρησκευτικής ελευθερίας, θα συμφωνήσεις, νομίζω, ότι δε χρειάζεται να αποδείξουμε καταναγκασμό για να θεμελιώσουμε τον ισχυρισμό ότι το κράτος εγκαθιδρύει επίσημη θρησκεία. (Έτσι μεταφράζεται το establishment;) Εν πάση περιπτώσει, εξ όσων γνωρίζω, το SCOTUS (πολύ μου άρεσε το αρκτικόλεξο) αρκείται σε κάτι πολύ λιγότερο, την προσυπογραφή (endorsement). Από αυτήν την άποψη η οπή που πολύ εύστοχα εντοπίζεις στην επιχειρηματολογία της απόφασης μπορεί να αποκαλύπτει το πρόβλημα με την πρακτική της δημοτικής αρχής -ή τουλάχιστον την αμφιθυμία που την καθιστά ύποπτη. Αν η πρακτική είναι τελετουργική, τότε είναι επίσημη, κρατική. Αν είναι άθροισμα ιδιωτικών πεποιθήσεων, τότε είναι στρατευμένη, μεροληπτική. Η στράτευση παραβιάζει το establishment clause. Η τελετουργία αφαιρεί το νόημα που θέλουν να αποδώσουν οι συμμετέχοντες (όχι όλοι, πάντως). Εν ολίγοις, δεν μπορείς να τα έχεις όλα σ’ αυτήν τη ζωή. Και σίγουρα δεν μπορείς να τα έχεις όλα σε μια πλουραλιστική δημοκρατική κοινωνία.

    Επισημαίνω ένα ακόμη πολύ ενδιαφέρον στοιχείο στο σχόλιό σου που χρήζει περαιτέρω συζήτησης. Παίρνοντας αφορμή από το αίτημα των προσφυγουσών, μπορούμε να διακρίνουμε δύο αντιλήψεις κρατικής ουδετερότητας, μια που μας λέει ότι η κρατική δράση δεν πρέπει να έχει έρεισμα οποιαδήποτε κρίση περί του αγαθού, και μια άλλη, πιο πολιτική, που μας λέει ότι η κρατική δράση δεν πρέπει να έχει έρεισμα οποιαδήποτε διχαστική (sectarian) αντίληψη περί του αγαθού.

    Reply
  3. Δεν έχω κάτι να προσθέσω, δηλώνω απλώς παρουσία. :)

    Ίσως έχεις δίκιο ειδικά για την Ελλάδα και για την πρακτική που υπάρχει εδώ.

    Αυτό μου φτάνει.

    Η ανησυχία μου οφείλεται στο γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να κρατήσεις τα όρια μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας έκφρασης σε δημόσιο χώρο υπό την ιδιότητα δημόσιου λειτουργού. Αλλά αυτό το έχεις καταλάβει προφανώς.

    Reply
  4. Δημήτρη, επειδή δεν με βλέπω να διαβάζω εγκαίρως την μειοψηφία, ας σου απαντήσω εδώ.

    δε χρειάζεται να αποδείξουμε καταναγκασμό για να θεμελιώσουμε τον ισχυρισμό ότι το κράτος εγκαθιδρύει επίσημη θρησκεία.

    το SCOTUS (πολύ μου άρεσε το αρκτικόλεξο) αρκείται σε κάτι πολύ λιγότερο, την προσυπογραφή (endorsement).

    Λίγο αδύναμη απόδοση δεν είναι η προσυπογραφή; Ασπασμός, εναγκαλισμός, υιοθέτηση ίσως.

    Αν είναι άθροισμα ιδιωτικών πεποιθήσεων, τότε είναι στρατευμένη, μεροληπτική.

    Διαφωνώ με αυτό. Όταν το κράτος διευκολύνει τους πολίτες τους στην άσκηση της θρησκευτικής τους ελευθερίας, έστω και εντός ενός δημοσίου κτηρίου, έστω και πριν από μια πολιτειακή λειτουργία, δεν υιοθετεί ούτε ασπάζεται ούτε εναγκαλίζεται την θρησκεία τους. Κάνει ακριβώς αυτό: διευκολύνει. Και υποχρεούται να διευκολύνη.

    Απόδειξη αυτού, ειδικά στην Ελλάδα, για να το δούμε πώς θα λειτουργούσε εδώ, θα ήταν ότι η προσευχή θα ήταν ορθόδοξη σχεδόν παντού, καθολική στην Άνω Σύρο, μουσουλμανική στην Σμίνθη.

    [Παρεμπιπτόντως, στην Σύρο, βάσει των χτεσινών αποτελεσμάτων, θα έχουμε μάλλον Καθολικό Δήμαρχο, ενώ στον Δήμο Μύκης θα έχουμε σίγουρα Μουσουλμάνο. Δεν μοιάζει και πολύ να υπάρχη κάποια εγκαθιδρυμένη θρησκεία.]

    Ο λόγος για αυτήν την διαφοροποίηση όμως δεν θα ήταν ότι επιβάλλεται τάχα το κράτος στους πολίτες, αλλ’ αντιθέτως ότι οι πολίτες “επιβάλλουν” στο κράτος το δικό τους θρησκευτικό πιστεύω. Δεν φταίει το κράτος αν οι πολίτες είναι πλειοψηφικά ορθόδοξοι ούτε είναι δουλειά του να υποκρίνεται πως δεν είναι.

    μπορούμε να διακρίνουμε δύο αντιλήψεις κρατικής ουδετερότητας, μια που μας λέει ότι η κρατική δράση δεν πρέπει να έχει έρεισμα οποιαδήποτε κρίση περί του αγαθού, και μια άλλη, πιο πολιτική, που μας λέει ότι η κρατική δράση δεν πρέπει να έχει έρεισμα οποιαδήποτε διχαστική (sectarian) αντίληψη περί του αγαθού.

    Είναι ενδιαφέρουσα εδώ η σημασιολογική ολίσθηση του σεκτέριαν. Από ομολογιακός έφτασε να σημαίνη αιρετικός και κατόπιν διχαστικός, φανατισμένος.

    Εγώ όμως θα κρατήσω την αρχική σημασία. Όταν κάποιος εκφράζει την θρησκευτική του πίστη, δεν διχάζει παρά μόνο όσους θέλουν να διχαστούν.

    Πέραν τούτου, επαναλαμβάνω και τονίζω ότι στο παράδειγμα που συζητούμε δεν υπάρχει κρατική δράση, αλλά πράξεις των πολιτών, υπό την αιγίδα του κράτους. Οι πολίτες μπορούν να είναι όσο ομολογιακοί και όσο διχαστικοί θέλουν.

    Reply
  5. Σας έχω και φρέσκα κουλούρια.

    Στην απόφαση Magyar Keresztény Mennonita Egyház and Others v. Hungary το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δογμάτισε διάφορα ενδιαφέροντα πράγματα, όπως:

    102. The Court notes that the decision on recognition of incorporated churches lies with Parliament, an eminently political body, which needs to adopt those decisions with a two-thirds majority. The Venice Commission observed that the required votes are evidently dependent on the results of elections (see paragraph 40 above, in point 76). In this manner, the granting or refusal of church recognition may be related to political events or situations. This scheme inherently carries with it the disregard of neutrality and the peril of arbitrariness. A situation in which religious communities are reduced to courting political parties for their favourable votes is irreconcilable with the State’s neutrality requisite in this field.

    Μια πιθανή ανάγνωση αυτού του χωρίου, δεδομένου και του συγκείμενου της απόφασης, που αφορούσε τον υποβιβασμό του νομικού στάτους των προσφυγουσών Εκκλησιών στην Ουγγαρία, είναι ότι υπάρχει κάτι σαν κεκτημένο αναγνώρισης των θρησκευτικών νομικών προσώπων. Κάθε υποβιβασμός του, που θα περνούσε υποχρεωτικά από μια νομοθετική απόφαση, θα σήμαινε προσβολή της θρησκευτικής τους ελευθερίας.

    Reply

Leave a Comment