Το θέμα του σημερινού μου άρθρου με το ιχθυωτικό λατινοφανές γλωσσικό του ένδυμα δεν ξέρω αν καλύτερα χαρακτηρίζεται νομικό ή φιλοσοφικό. Θα ήθελα μάλλον να είναι νομικό, με την έννοια του να δοθή κάποια ενδονομική λύση σε αυτό, αλλά μάλλον υπάγεται στην δικαιοδοσία της πολιτικής φιλοσοφίας. Αναφέρομαι σε εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες κάποια, δημοκρατικώς θεσπισμένη, συνταγματική ρύθμιση είναι αντίθετη με αυτό που οι περισσότεροι από εμάς θα θεωρούσαν ως όντως Δίκαιο, είτε το ονομάσουμε αυτό φυσικό δίκαιο είτε θεϊκή εντολή είτε φιλελεύθερο παράδεισο είτε σοσιαλιστική νομιμότητα είτε ισλαμικό νόμο είτε αστακομακαρονάδα είτε όπως αλλιώς. Με άλλα λόγια, ποια είναι η νομική τύχη μιας συνταγματικής ρύθμισης η οποία, αν βρισκόταν στο κοινό νομοθετικό επίπεδο, θα κρινόταν αδίστακτα αντισυνταγματική και μάλιστα αντίθετη στις θεμελιώδεις διατάξεις του συγκεκριμένου συντάγματος, εκείνες ακριβώς που ανήκουν στον κοινό συνταγματικό πολιτισμό μας;
Το πρόβλημα προφανώς τίθεται επειδή το Σύνταγμα αποτελεί την κορυφή της νομικής πυραμίδας εξ επόψεως τυπικής ισχύος. Αρχικώς η ανωτερότητα αυτή είχε συλληφθή και ως ουσιαστική, υπό την έννοια ότι τα Συντάγματα ώφειλαν να περιέχουν όχι μόνο τους ανώτερους κανόνες, αλλά και τους ουσιωδέστερους. Από τότε όμως που τα Συντάγματα γεμίσανε με σαχλαμάρες για την Αγία Αναστασία την Φαρμακολύτρια και άρχισαν να φουσκώνουνε σαν γκαστρωμένα, τα λίγα και αυτονόητα που έπρεπε να περιέχουν έγιναν πολλά και ανόητα.