Το θέμα των ημερών είναι, νομίζω, η απαγόρευση του καπνίσματος σε κλειστούς χώρους. Ως καπνιστής ο ίδιος περίμενα το μέτρο, το αναγνωρίζω ως σωστό και αναμένω να δω πώς θα πάει η εφαρμογή του στην πράξη. Το μέτρο μου προσφέρει προσωπικά ένα ωραίο κίνητρο για να μειώσω γενικώς το κάπνισμα, έως ότου το κόψω οριστικά. Από την άποψη αυτή, η απαγόρευση κάνει καλό σε πολλούς και εκτιμώ την απόφαση της Πολιτείας να την θεσπίσει.
Παρακολουθώντας, ωστόσο, εδώ και αρκετόν καιρό τις συζητήσεις γύρω από την απαγόρευση συναντώ μονίμως στις προσπάθειες θεμελίωσης της ορθότητας του μέτρου μια μονόπλευρη, μονολιθική παράθεση επιχειρημάτων και αναλύσεων που περιστρέφονται γύρω από την προστασία της δημόσιας υγείας και των δικαιωμάτων των μη-καπνιστών (παθητικό κάπνισμα). Τα επιχειρήματα αυτά κυριαρχούν απολύτως, λες και δεν υπάρχει κανένας άλλος τρόπος να δούμε το ζήτημα, λες και δεν υπάρχει άλλος τρόπος να δικαιολογήσουμε το μέτρο της απαγόρευσης καπνίσματος παρά μιλώντας για την βλάβη που προκαλεί το παθητικό κάπνισμα στους μη καπνιστές. Θεωρώ ότι τέτοιος τρόπος υπάρχει και ότι θεμελίωση της απαγόρευσης του καπνίσματος είναι εφικτή και χωρίς αναγωγή στο ζήτημα της δημόσιας υγείας, με αντικατάσταση της περίφημης αυτής αξίας από μιαν άλλη: εκείνη της κοινωνικής αλληλεγγύης και του σεβασμού στον συνάνθρωπό μας. Θα εξηγήσω με κάθε συντομία την παραγωγή της απαγόρευσης καπνίσματος από την αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης που έχω στο μυαλό μου. Η παραγωγή αυτή είναι απλή και λογική, γι’αυτό και την ονομάζω απλο(γ)ική. Με όσους πάλι θα την χαρακτήριζαν απλοική, δεν διαφωνώ καθόλου – έχουν απόλυτο δίκιο, γι’αυτό και το γ τίθεται εντός παρενθέσεως. Επισημαίνω πάντως ότι το απλοικό μιας σκέψης έίναι καλή βάση για να προχωρήσει κανείς σε συνθετότερους συλλογισμούς, ενώ η εκκίνηση από το σύνθετο χωρίς να έχουμε σκεφτεί τα απλά δείχνει προβληματικό τρόπο σκέψης.
Έστω ότι ο Α είναι καπνιστής και ο Β μη-καπνιστής. Στις συνήθειες του Α εντάσσεται το να καπνίζει αρειμανίως, στις συνήθειες του Β το να μην καπνίζει καθόλου. Τα δύο αυτά υποθετικά πρόσωπα διάγουν λοιπόν μεγάλο τμήμα του βίου τους με διαφορετικό τρόπο, ο Α καπνίζοντας και ο Β μη-καπνίζοντας. Ωστόσο οι διαφορετικοί τρόποι ζωής των Α και Β συμπίπτουν τελικώς στο εξής: Υπάρχουν κατ’ανάγκην χρονικές στιγμές κατά τις οποίες ο Α «μοιράζεται» την συνήθεια του Β, δηλαδή «δεν καπνίζει»: Όταν λ.χ. κοιμάται, όταν τρώει, όταν κάνει έρωτα, όταν κολυμπάει και ούτω καθεξής. Όσο θεριακλής και αν είναι ο Α, κατ’ανάγκην δεν καπνίζει σε ένα σύνολο χρονικών στιγμών της ημέρας του –επομένως ο Α είναι κατ’ακριβολογίαν και καπνιστής και μη-καπνιστής! Εδώ βεβαίως δεν ισχύει η αντιφατικότητα της κλασικής λογικής εξαιτίας της διαφορετικής χρονικής παραμέτρου που συνοδεύει καθένα από τα αποδιδόμενα στο ίδιο υποκείμενο κατηγορήματα, εξ ορισμού.
Read moreΜια απλο(γ)ική θεμελίωση της απαγόρευσης καπνίσματος