Συνεχίζω εδώ από το προηγούμενο την παρουσίασή μου για την ευθανασία.
Τι ισχύει
Το αδίκημα της ανθρωποκτονίας εν συναινέσει του άρ. 300 ΠΚ φέρει το κύριο βάρος της ισχύουσας νομοθεσίας περί ενεργητικής ευθανασίας. Σύμφωνα με το άρθρο αυτό, τιμωρείται όποιος αποκτείνει έτερο “επί τη σπουδαία και επιμόνω απαιτήσει του παθόντος” και “εξ οίκτου προς αυτόν, ανιάτως πάσχοντα”. Η ποινή που προβλέπεται είναι η φυλάκιση (έως 5 ετών), ποινή η οποία στο σημερινό ποινολογικό μας σύστημα είναι στην πραγματικότητα πολύ ήπια, καθώς στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων είτε αναστέλλεται η εκτέλεσή της είτε μετατρέπεται σε χρηματική. Η απαίτηση πρέπει να απετέλεσε την αιτία της ανθρωποκτονίας, πρέπει δηλαδή ο ασθενής να απαίτησε την θανάτωσή του και εξ αυτού του λόγου να αποφάσισε την ανθρωποκτονία ο δράστης. Επιπλέον, ο παθών απαιτείται να έπασχε από ανίατη νόσο που προκαλεί αντικειμενικά τον οίκτο, ο οποίος οίκτος πρέπει με την σειρά του να απετέλεσε το κίνητρο του δράστη.
Το αδίκημα της συμμετοχής σε αυτοκτονία προβλέπεται στο άρ. 301 ΠΚ. Το αδίκημα αυτό στην πραγματικότητα περιέχει αυτουργικό και όχι συμμετοχικό άδικο, διότι η αυτοκτονία δεν συνιστά άδικη πράξη (και αυτός είναι ο λόγος που δεν τιμωρείται η απόπειρα αυτοκτονίας!). Θα ήθελα να εξετάσουμε αυτήν την παραδοχή περισσότερο: ο αποτυχών αυτόχειρ δεν τιμωρείται όχι επειδή δήθεν η τυχόν επιβολή ποινής δεν θα εξυπηρετούσε κανένα σκοπό γενικής ή ειδικής προλήψεως, αλλ’ επειδή ακριβώς έχει εξουσία διαθέσεως επί της ζωής του, όπως έχει επί της περιουσίας του ή επί της γενετήσιας ζωής του. Εδώ κρύβεται μια θεμελιώδης φιλελεύθερη παραδοχή του ποινικού δικαίου μας, η οποία αναπόφευκτα ακτινοβολεί και επί του ζητήματος της ευθανασίας.
Δικαιοσυγκριτικά, το πρόσφατο άρ. 217 γερμΠΚ προβλέπει τα εξής:
(1) Wer in der Absicht, die Selbsttötung eines anderen zu fördern, diesem hierzu geschäftsmäßig die Gelegenheit gewährt, verschafft oder vermittelt, wird mit Freiheitsstrafe bis zu drei Jahren oder mit Geldstrafe bestraft.
(2) Als Teilnehmer bleibt straffrei, wer selbst nicht geschäftsmäßig handelt und entweder Angehöriger des in Absatz 1 genannten anderen ist oder diesem nahesteht.