Λέει ο παππούς Αίσωπος:
Ἀλώπηξ ὑπό τινος πάγης τὴν οὐρὰν ἀποκοπεῖσα, ἐπειδὴ δι’ αἰσχύνην ἀβίωτον ἡγεῖτο τὸν βίον ἔχειν, ἔγνω δεῖν καὶ τὰς ἄλλας ἀλώπεκας εἰς τὸ αὐτὸ προαγαγεῖν, ἵνα τῷ κοινῷ πάθει τὸ ἴδιον ἐλάττωμα συγκρύψῃ. Καὶ δὴ ἁπάσας ἀθροίσασα παρῄνει αὐταῖς τὰς οὐρὰς ἀποκόπτειν, λέγουσα ὡς οὐκ ἀπρεπὲς μόνον τοῦτο, ἀλλὰ καὶ περισσόν τι αὐταῖς βάρος προσήρτηται. Τούτων δέ τις ὑποτυχοῦσα ἔφη· “Ὦ αὕτη, ἀλλ’ εἰ μή σοι τοῦτο συνέφερεν, οὐκ ἂν ἡμῖν τοῦτο συνεβούλευσας.
Χαρίεις και διδακτικός ο μύθος. Κιόμως η πειστικότητα και η χάρις του στηρίζεται σε ένα, όχι και τόσο αδιόρατο, αντ χόμινεμ, ή μάλλον ad vulpem, επιχείρημα: δεν κρίνονται οι λόγοι τους οποίους προβάλλει η αλώπηξ του μύθου, αλλά οι λόγοι για τους οποίους προβάλλει τους λόγους τους οποίους προβάλλει. Όχι τι λέγεται, αλλά διά τι και προς τι λέγεται.