Η σύγχρονη δημογραφική μας ιστορία έχει ως εξής (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ):
Μετά από ισχυρή αύξηση του πληθυσμού κατά τις δεκαετίες μέχρι και την δεκαετία του 1980, στα μέσα της δεκαετίας του 90 οι δύο ροπές αρχίζουν να αντισταθμίζωνται. Για πρώτη φορά οι θάνατοι υπερβαίνουν τον πήχυ των 100.000 το έτος 1995. Το έτος 1996 γίνεται το πρώτο έτος της ιστορίας όπου οι θάνατοι υποσκελίζουν τις γεννήσεις, έστω και οριακά (100.740 έναντι 100.718). Ακολουθούν μέχρι και το 2003 μερικά αμφίβολα έτη, όπου η τάση φαίνεται να είναι υπέρ των θανάτων, έστω και με βραχεία κεφαλή. Η τάση αυτή ανακόπτεται κατά την επταετία 2004-2010, την εποχή των παχειών αγελάδων και την εποχή που οι Αλβανοί μετανάστες της δεκαετίας του 90 αρχίζουν να κάνουν οικογένειες, οπότε οι γεννήσεις υπερέβαιναν σταθερά τους θανάτους, δίνοντας ένα συνολικό πλεόνασμα ίσο με 788.169 – 750.783 = 37.386 τεμάχια. Εδώ θέλω να προσέξουμε ότι, ακόμη και με τις καλύτερες δυνατές προϋποθέσεις χαμηλής ανεργίας και ισχυρής ανάπτυξης, το πλεόνασμα γεννήσεων ήταν όλο κι όλο περίπου 5.500 ετησίως, ή αλλιώς λιγώτερα από 55.000 άτομα κάθε δεκαετία, οπότε και διενεργείται η απογραφή. Το δικό μου συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα έχει περάσει ανεπιστρεπτί στην κατηγορία χωρών όπου δεν είναι δυνατή η αυτοδύναμη δημογραφική ανάπτυξη. Η τελευταία χρονιά όπου η ψαλίδα γεννήσεων και θανάτων ήταν θετική >10.000 ήταν το 1988 (107.505 έναντι 92.407) [και η τελευταία όπου ήταν = 100.000 ήταν το 1959, όταν σημειώθηκαν 160.199 έναντι 60.852]. Δεν πρόκειται να υπάρξη ξανά 1988 και τα νιάτα μας γενικώς έχουν πεθάνει.
Από το 2011 και μετά, το πράγμα χειροτερεύει ραγδαία. Στην εξαετία 2011-2016 οι θάνατοι υποσκέλισαν τις γεννήσεις κατά 115.442 συνολικά. Συγκεκριμένα, σημειώθηκαν 693.269 θάνατοι έναντι 577.827 γεννήσεων.