Σύμφωνα με το άρ. 67 Σ:
Η Βουλή δεν μπορεί να αποφασίσει χωρίς την απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων μελών, που όμως ποτέ δεν μπορεί να είναι μικρότερη από το ένα τέταρτο του όλου αριθμού των βουλευτών. Σε περίπτωση ισοψηφίας επαναλαμβάνεται η ψηφοφορία και, ύστερα από νέα ισοψηφία, η πρόταση απορρίπτεται.
Για την λειτουργία της Βουλής εισάγεται λοιπόν ο αυτονόητος κανόνας της απόλυτης πλειοψηφίας. Ό,τι θέλουν οι πολλοί! Δεν είναι τάχα αυτός ο θεμελιώδης αλήθεια κανόνας δημοκρατικής λειτουργίας;
Είναι όμως σταλήθεια τόσο αυτονόητος;
Ας υποθέσουμε ότι είμαστε μια παρέα 7 ατόμων και σκεφτόμαστε πώς να περάσουμε το σαββατόβραδό μας. Οι τρεις θέλουν να μείνουμε μέσα και να απαγγείλουμε ποίηση, οι δύο να πάμε σε ένα κωλόμπαρο και να γίνουμε λειώμα, ο ένας να γράψουμε ένα καταγγελτικό άρθρο στο φβ που να προκαλέση πάταγο και ο τελευταίος να πέσουμε νωρίς για ύπνο. Ας υποθέσουμε επίσης ότι έχουμε προσυμφωνήσει ότι πάντως κάτι πρέπει να κάνουμε και μάλιστα ότι θα το κάνουμε μαζί.
Ο κανόνας της απόλυτης πλειοψηφίας εμφανώς δεν λειτουργεί εδώ πέρα, αλλά οδηγεί σε αδιέξοδο ή, έστω, σε μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις για να πειστή αυτός που θέλει να κοιμηθή να αφιερώση πρώτα λίγες ώρες στην απαγγελία ποίησης, ώστε να σχηματιστή απόλυτη πλειοψηφία.
Κάθε λογικός άνθρωπος αντιλαμβάνεται ότι εν προκειμένω ο ορθός κανόνας σχηματισμού απόφασης είναι όχι η απόλυτη, αλλά η σχετική πλειοψηφία. “Ό,τι θέλουν οι πολλοί” σημαίνει “ό,τι θέλουν οι περισσότεροι”, ειδικά αν το σύνολο όσων αποφασίζουν και το εύρος των επιλογών τους συνεχώς μεγαλώνουν. Δηλαδή, είναι σχετικώς έως απολύτως απίθανο να σχηματιστή απόλυτη πλειοψηφία συντρεχουσών των εξής συνθηκών: α. εκατομμύρια αποφασίζοντες, β. μη δημοψηφισματικές συνθήκες τύπου ΝΑΙ – ΟΧΙ, αλλά εύλογο εύρος επιλογών.