Αφού εξετάσαμε την ανηθικότητα του ντόπινγκ, η ηθικότητα του αντιντόπινγκ είναι κάτι που λίγο-πολύ μπορεί να θεωρηθεί ως αυταπόδεικτη. Προβάρονται πολλά επιχειρήματα κατά του ντόπινγκ αλλά τα κύρια θέματα είναι δύο. Η υγεία του αθλητή και η εξασφάλιση ισότιμων όρων ανταγωνισμού είναι οι υψηλές ηθικές αξίες που προστατεύει η ισχύουσα πρακτική του αντιντόπινγκ. Ήρθε ο καιρός να εξετάσουμε τα θεωρητικά σχήματα με την σκληρή πραγματικότητα και να δούμε κατά πόσο υπηρετούνται οι ηθικοί μας στόχοι στην πράξη. Θα αγνοήσω τις πρακτικές και ηθικές συνέπειες από την εγκληματοποίηση της πρακτικής βάζοντας κάτω από το ηθικο-μικροσκόπιό μας, το φαινόμενο αντιντόπινγκ, στην ‘ήπια’ εκδοχή του.
Ο πρώτος ηθικός πυλώνας πάνω στον οποίο στηρίζεται η αποδοχή των πρακτικών αντιντόπινγκ είναι η περιφρούρηση της υγείας του αθλητή. Ένα από τα προβλήματα εδώ είναι ότι το ζήτημα προσεγγίζεται διαισθητικά και ισοπεδωτικά. Διαισθητικά διότι η βλάβη θεωρείται αισθητικά ως δεδομένη και ισοπεδωτικά διότι όλες οι βλάβες στην υγεία του αθλητή θεωρούνται ίσες. Έτσι, η πλήρης ανικανότητα της ηθικής του αντιντόπινγκ να εμπλακεί με την επίλυση χειροπιαστών παραδειγμάτων από τον χώρο του αθλητισμού, όπως οι υποβαρικές ‘τέντες’ ή η φυγοκεντρική επεξεργασία του αίματος (blood spinning) γίνεται κατανοητή. Σύμφωνα με την Ηθική οπτική, παρά τις όποιες ‘τεχνικού’ τύπου ενστάσεις, η κεντρική ηθική ιδέα της προστασίας της υγείας του αθλητή μέσα από την απαγόρευση επικίνδυνων πρακτικών, παραμένει ανέπαφη.
Αυτό που παραμένει ακατανόητο είναι η αδυναμία του Ηθικού θεωρήματος να εξερευνήσει τις χειροπιαστές συνέπειες στην υγεία του αθλητή από την ‘ήπια’ ποινικοποίηση και απαγόρευση των εργογόνων βοηθημάτων. Θα περίμενε κανείς ότι με την εμπειρία ολόκληρων δεκαετιών από τον πόλεμο στα ναρκωτικά, και την σχεδόν καθολική πια παραδοχή ότι οι απαγορεύσεις δεν έφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα, θα υιοθετούσαμε μια πιο επιφυλακτική προσέγγιση.