Σύμφωνα με το άρ. 191 παρ. 1 ΠΚ περί διασποράς ψευδών ειδήσεων “Όποιος δηµόσια ή µέσω του διαδικτύου διαδίδει ή διασπείρει µε οποιονδήποτε τρόπο ψευδείς ειδήσεις µε αποτέλεσµα να προκαλέσει φόβο σε αόριστο αριθµό ανθρώπων ή σε ορισµένο κύκλο ή κατηγορία προσώπων, που αναγκάζονται έτσι να προβούν σε µη προγραµµατισµένες πράξεις ή σε µαταίωσή τους, µε κίνδυνο να προκληθεί ζηµία στην οικονοµία, στον τουρισµό ή στην αµυντική ικανότητα της χώρας ή να διαταραχθούν οι διεθνείς της σχέσεις, τιµωρείται µε φυλάκιση έως τρία έτη ή χρηµατική ποινή”.
Το αδίκημα αυτό, που συστηματικά εντάσσεται στο κεφάλαιο του Ποινικού Κώδικα που περιέχει τα εγκλήματα κατά της δημοσίας τάξεως, είναι ένα επικίνδυνο αδίκημα, το οποίο στο παρελθόν, υπό άλλη, ευρύτερη διατύπωση, μπορούσε να χρησιμοποιηθή και είχε όντως χρησιμοποιηθή κατά δημοσιογράφων, καθώς πρόκειται για ένα κατεξοχήν “δημοσιογραφικό” αδίκημα. Με αυτό τιμωρούνται ορισμένες πράξεις ψευδολογίας και υπό πολλές ειδικώτερες προϋποθέσεις.
Καταρχάς, η ψευδολογία καθ’ αυτήν δεν αποτελεί ποινικώς κολάσιμη πράξη, αλλά απαγορεύεται σημειακά, με συγκεκριμένες ποινικές διατάξεις, όπου δει, π.χ. στο έγκλημα της απάτης ή της ψευδούς κατάθεσης. Στο συγκεκριμένο αδίκημα, ο δράστης αρκεί να αμφιβάλλη για το ψεύδος των ειδήσεων τις οποίες διαδίδει, χωρίς να απαιτείται να γνωρίζη ότι πρόκειται για ψεύδη. Αν ωστόσο ο δράστης δεν γνωρίζει το ψεύδος, ιδίως δε αν καλόπιστα θεωρεί ότι πρόκειται για την αλήθεια, δεν πληρούται η υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος, απομένει δε η εξ αμελείας τιμώρηση κατ’ άρ. 191 παρ. 2 ΠΚ.
Ένα άλλο σημείο ενδιαφέροντος είναι η ερμηνεία του άρ. 191 ΠΚ υπό το φως του συνταγματικού δικαιώματος στην ελεύθερη έκφραση. Εν πρώτοις πρέπει να παρατηρηθή ότι στην αντικειμενική υπόσταση του άρ. 191 ΠΚ δεν υπάγονται γνώμες, απόψεις, ιδέες ή πεποιθήσεις, παρά μόνον ειδήσεις, ήτοι ισχυρισμοί επί πραγματικών περιστατικών. Για παράδειγμα, ισχυρισμός όπως ότι το εμβόλιο κατά του κορωνοϊού ενέχει επικινδυνότητα θανάτου 1% αποτελεί είδηση, η οποία επιδέχεται αληθοτιμή, ενώ ότι το εμβόλιο είναι κάτι κακό αποτελεί άποψη. Το άρ. 191 ΠΚ δεν μπορεί να μετατραπή σε όχημα δίωξης αντίθετων απόψεων, μπορεί όμως και πρέπει να αποτελέση την μάστιγα όσων διαδίδουν ψεύδη, ιδίως μέσω διαδικτύου.
Ως έγκλημα αποτελέσματος, το άρ. 191 ΠΚ απαιτείται να επιφέρη το πρώτο αποτέλεσμα του φόβου, που είναι ένα υποκειμενικό συναίσθημα, ενδεχομένως δυσαπόδεικτο, καθώς και το δεύτερο αποτέλεσμα της μεταβολής της εξωτερικής τους συμπεριφοράς, είτε με την διενέργεια μη προγραμματισμών πράξεων (π.χ. αγορά προμηθειών) είτε με την ματαίωση προγραμματισμένων (π.χ. διακοπές σε τόπο παραθερισμού). Και τα τρία αυτά στοιχεία πρέπει να συνδέωνται μεταξύ τους με αντικειμενικό αιτιώδη σύνδεσμο, ήτοι το ένα πρέπει αλυσιδωτά να αποτελή το αποτέλεσμα του άλλου.
Τρίτο και τελευταίο αποτέλεσμα της πράξης της διάδοσης ή διασποράς είναι ο κίνδυνος πρόκλησης ζημίας της οικονομίας, του τουρισμού, της αμυντικής ικανότητας της χώρας ή της διατάραξης των διεθνών της σχέσεων. Με το στοιχείο αυτό, το αδίκημα καθίσταται έγκλημα συγκεκριμένης διακινδύνευσης, δηλαδή ο εφαρμοστής του δικαίου πρέπει να αναζητή κάθε φορά τους συγκεκριμένους αιτιακούς όρους κινδύνου που τέθηκαν από την εγκληματική συμπεριφορά.
Προβληματίζει ωστόσο η αξιολογική ιεράρχηση που προέκρινε στο σημείο αυτό ο ποινικός νομοθέτης. Και αν το νόμισμα πλέον, επί ευρώ, δεν θεωρήθηκε άξιο προστασίας, ή μάλλον ενσωματώθηκε στον κίνδυνο ζημίας της οικονομίας, η απουσία της δημόσιας υγείας από τον κατάλογο έχει κάνει πολύ αισθητή την παρουσία της στην εποχή της πανδημίας. Πράγματι, δύσκολα μπορεί να συμφωνήση κανείς ότι η δημόσια υγεία αποτελεί έννομο αγαθό κατώτερης σημασίας από τον τουρισμό (!), ώστε να δικαιολογήται αυτή η παράλειψη.
Η διαπίστωση αυτή ισχύει πολλώ μάλλον στις μέρες μας, όπου η έξαρση της πανδημίας συμβαδίζει με την έξαρση του αντιεμβολιαστικού και του εμβολιοφοβικού κινήματος. Στο μέτρο που προσωπικές απόψεις, οσοδήποτε ανορθολογικές, επιβάλλουν σε κάποιον την παράλειψη του εμβολιασμού του, δεν υπάρχουν πολλά πράγματα να γίνουν σε ποινικό επίπεδο. Όταν όμως οι απόψεις αυτές διαμορφώνονται επί τη βάσει ψευδών πραγματικών περιστατικών, τότε το πράγμα αλλάζει. Παρατηρούμε πράγματι την διάδοση ανυπόστατων έως εξωφρενικών ισχυρισμών, από άτομα περιωρισμένου διαμετρήματος, τα οποία ωστόσο βρίσκουν πολυάριθμα και αφελή εύηκοα ώτα. Η δημιουργία φόβου στον γενικό πληθυσμό, εις τρόπον ώστε να προκαλήται αιτιωδώς η αποφυγή του εμβολιασμού, δημιουργώντας κίνδυνο εις βάρος της δημοσίας υγείας, δεδομένου ότι η πανδημία συνεχίζεται και το τείχος ανοσίας καθυστερεί, με συνέπεια περαιτέρω μολύνσεις, νοσηλείες και θανάτους, περιλαμβάνεται απολύτως στα θεμιτά όρια άσκησης εξουσίας του ποινικού νομοθέτη.
Πραγματικά, η ελευθερία του λόγου δεν περιλαμβάνει άνευ ετέρου, δηλαδή απροϋπόθετα, την ελευθερία ψευδολογίας, ασφαλώς δε δεν περιλαμβάνει την ελευθερία βλάβης της δημόσιας υγείας. Τυχόν επέκταση του άρ. 191 ΠΚ θα ήταν πρόσφορη και αναγκαία ενόψει των σημερινών συνθηκών, δεδομένου ότι το ίδιο αποτέλεσμα προστασίας της δημόσιας υγείας δεν μπορεί να επιτευχθή ισοδύναμα με ηπιώτερα μέτρα, όπως είναι μια εκστρατεία ενημέρωσης.
Μια τέτοια επέκταση του αξιοποίνου τυγχάνει συνεπώς απολύτως ευπρόσδεκτη, καθώς θα κάλυπτε ψευδολογίες του τύπου “με το εμβόλιο θα μας παρακολουθούν”, “το εμβόλιο σε κάνει άρρωστο” και λοιπές ανοησίες που κατακλύζουν το διαδίκτυο.