Πολύς λόγος έχει γίνει τελευταία για το θέμα των παράνομων μεταναστών στην Ελλάδα, για την ελληνική πολιτική ασύλου, για την υποδοχή και κράτηση των επαναπροωθουμένων κ.λπ. Δικαίως. Οι μετανάστες που κομματιάζονται από νάρκες, οι λιμενικοί που βιαιοπραγούν σκαιά σε ανήμπορους ανθρώπους, τα λαμόγια εκατέρωθεν του Αιγαίου που αποκερδαίνουν το παντεσπάνι τους από τις οικονομίες μιας ζωής των μεταναστών, η κράτηση σε στρατόπεδα συγκέντρωσης όσων προορίζονται για απέλαση ή περιμένουν την εξέταση του αιτήματός τους, η στερεότυπη και αναιτιολόγητη απόρριψη όλων των αιτημάτων παροχής ασύλου είναι φαινόμενα βαθύτατα προσβλητικά για όλους μας.
Θέλω όμως να φωτίσω και μια άλλη οπτική, όχι απαραίτητα για να κάνω τον συνήγορο του διαβόλου, αλλά για να τεθή το ζήτημα στις σωστές του διαστάσεις. Δεν φτάνει ο καταγγελτικός λόγος, χρειάζεται και να εντοπίσουμε τον ένοχο και να υποδείξουμε λύσεις.
Σε πρώτη ματιά ο ένοχος είναι προφανής: το ελληνικό ο-θεός-να-το-κάνη-κράτος. Έτσι είναι, χωρίς καμία αμφιβολία και θα ήμουν ο τελευταίος που θα υπερασπιζόταν την ελληνική κρατική αποτελεσματικότητα σε οποιοδήποτε πεδίο προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων.
Είναι όμως μόνο έτσι;
Η Ελλάδα υποχρεούται από την ευρωπαϊκή πολιτική να επιτηρή και να αστυνομεύη τα θαλάσσια κυρίως σύνορά της. Είναι δηλαδή μια πολιτική που ασκείται όχι μόνον χάριν της δικής μας εθνικής κυριαρχίας, αλλά και της ευρωπαϊκής, τουλάχιστον των υπόλοιπων σενγκενικών χωρών. Εξού και η μερική ευρωπαϊκή χρηματοδότηση αυτής της πολιτικής. Η Ευρώπη ως φρούριο δεν υπήρξε μόνο δική μας απόφαση.