Σύμφωνα με το άρ. 16 Ν. 344/1976:
1. Ο θρησκευτικός λειτουργός, ο τελέσας ή συμπράξας εις ιεροπραξίαν βαπτίσεως ή γάμου, υποχρεούται να συντάξη επί τόπου, άμα τω πέρατι της ιεροπραξίας, δήλωσιν περιέχουσαν πάντα τα στοιχεία της οικείας ληξιαρχικής πράξεως, υπογραφομένην υπ’αυτού. Την ίδια υποχρέωση έχει ο δήμαρχος ή ο πρόεδρος της κοινότητας που δέχθηκε τη δήλωση για την τέλεση του γάμου.
2. Τη δήλωση που αναφέρεται στην προηγούμενη παράγραφο υπογράφουν επίσης επί μεν θρησκευτικού γάμου οι σύζυγοι και ο παράνυμφος, επί δε πολιτικού οι σύζυγοι και οι μάρτυρες. Επί βαπτίσεως την ανωτέρω δήλωση υπογράφουν επίσης ο πατέρας ή η μητέρα ή άλλος από τους οικείους ή ο ανάδοχος. Αν αυτοί είναι αγράμματοι, υπογράφουν ως μάρτυρες δύο από αυτούς που παρέστησαν.
Το άρθρο αυτό προβλέπει την δήλωση βαπτίσεως, στην οποία διαδηλώνεται η βούληση αμφοτέρων των γονέων, πατέρα και μητέρας, να προσδοθή ωρισμένο όνομα στον βλαστό τους (για τις παρεκτροπές και καταχρήσεις που διαπράττονται κατά την άσκηση αυτή της γονικής μέριμνας, τύπου Νεφέλη-Κλεοπάτρα, θα γράψουμε άλλη φορά τα δέοντα). Πρόκειται για το ακριβές ανάλογο του θρησκευτικού γάμου: η έκδοση του κρίσιμου εγγράφου γίνεται από τον θρησκευτικό λειτουργό, κατ’ ανάθεση του νόμου, προς διευκόλυνση των πολιτών και προς πληρεστέρα ενάσκηση της θρησκευτικής τους ελευθερίας.
Καίτοι η δήλωση αυτή, προσκομιζόμενη στο οικείο ληξιαρχείο, υποτίθεται ότι αφορά μόνο το θρήσκευμα, με την δήλωση αυτή πήραμε όλοι το όνομά μας ενώπιον του ελληνικού κράτους. Έτσι έκανα και εγώ στα δύο πρώτα παιδιά μου (που δεν τα λένε ούτε Ορέστη ούτε Μιχαήλ).