Με το ν.δ. 494/1970 «Περί κυρώσεως της διεθνούς συμβάσεως περί καταργήσεως πάσης μορφής φυλετικών διακρίσεων» κυρώθηκε η υπ’ αριθμ. 9464 διεθνής σύμβαση, η οποία συνήφθη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ στις 07.03.1966 στην Νέα Υόρκη, ακολουθώντας τον οδό που χάραξε το ψήφισμα 1904/XVIII της Γενικής Συνέλευσης, και υιοθετήθηκε από την Γενική Συνέλευση με το ψήφισμα 2106/ΧΧ στις 21.12.1965. Κατ’ εκτέλεση της Σύμβασης ψηφίστηκε ο Ν. 927/1979, ο λεγόμενος αντιρατσιστικός, τον οποίο θα περιλάβω ερμηνευτικώς στο προσεχές μέλλον. Αλλά προτού φτάσουμε στον καρπό, ας ασχοληθούμε με τον σπόρο.
Ως φυλετική διάκριση κατά την σύμβαση (άρ. 1 παρ. 1) νοείται «πάσα διάκριση, εξαίρεση, παρεμπόδιση ή προτίμηση βασιζομένη επί της φυλής, του χρώματος, της καταγωγής ή της εθνικής ή εθνολογικής [ethnic] προελεύσεως». Όπως είναι φανερό, ο ορισμός αυτός τυγχάνει στενότερος του άρ. 5 παρ. 2 εδ. α΄ Συντάγματος, καθώς δεν περιλαμβάνει την απαγόρευση διακρίσεων λόγω γλώσσας και θρησκευτικών ή πολιτικών πεποιθήσεων. Οι κανόνες της σύμβασης δεν εφαρμόζονται για θέματα ιθαγενείας, πολιτικών δικαιωμάτων και αλλοδαπών (άρ. 1 παρ. 2-3), μια εξαίρεση που όσο περνάει ο καιρός μοιάζει απηρχαιωμένη, αν όχι νομικά, τουλάχιστον ηθικά. Στα άρ. 1 παρ. 4 και 2 παρ. 2 αναγνωρίζεται σε επίπεδο διεθνούς δικαίου η νομιμότητα των λεγόμενων «θετικών διακρίσεων», για τις οποίες θα μιλήσουμε κάποια άλλη φορά. Στο άρ. 3 καταδικάζεται ιδιαιτέρως η φυλετική απομόνωση (apartheid), ενώ το άρ. 5 περιλαμβάνει εκτεταμένο ενδεικτικό κατάλογο των δικαιωμάτων, των οποίων η απόλαυση οφείλει να εξασφαλιστή σε όλους χωρίς απαγορευμένες διακρίσεις.
Οι πιο ενδιαφέρουσες διατάξεις περιλαμβάνονται στο άρ. 4 της Σύμβασης. Η σύμβαση δεν περιλαμβάνει μεν διατάξεις ευθέως ποινικού ενδιαφέροντος, προβλέπει όμως στο άρ. 4 μία διεθνούς δικαίου υποχρέωση των συμβαλλομένων κρατών να απαγορεύσουν τις φυλετικές διακρίσεις με τα μέσα του Ποινικού Δικαίου, προκειμένου αυτές να λάβουν τέλος. Το ενδιαφέρον εν προκειμένω είναι ότι καλούνται τα κράτη να εισαγάγουν διατάξεις εσωτερικού δικαίου που θα καθιερώνουν άμεση τριτενέργεια, ποινικά μάλιστα προστατευόμενη, ενός αμυντικού συνταγματικού δικαιώματος. Δεδομένου ότι το άρ. 25 παρ. 1 εδ. γ΄ Συντ. ορίζει ότι «Τα δικαιώματα αυτά [Τα δικαιώματα του ανθρώπου ως ατόμου και ως μέλους του κοινωνικού συνόλου] ισχύουν και στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών στις οποίες προσιδιάζουν», χρειάζεται αιτιολόγηση γιατί προσιδιάζει εδώ η άμεση τριτενέργεια. Τι κοινό υπάρχει αλήθεια ανάμεσα στην σχέση δύο οποιωνδήποτε πολιτών αφενός, του πολίτη και του κράτους αφετέρου;