Ελληνικη κριση, σεναρια εξοδου και θεματα δικαιοσυνης: Ποδκαστ με αφορμη ενα συνεδριο

Μετα απο αρκετο καιρο καταφεραμε να κανουμε παλι ενα ποντκαστ με τον Κωνσταντινο, αυτην την φορα οχι τοσο περι αφηρημενων ζητηματων, αλλα σχετικα με ενα συνεδριο περι ελληνικης κρισης που εγινε πριν δυο βδομαδες στην Οξφορδη.

[display_podcast]

Μερος πρωτο
-καποια δεδομενα για την φτωχεια στην Ελλαδα πριν την κριση και μετα (με στοιχεια απο ομιλια Π.Τσακλογλου)

-τα σεναρια εξοδου απο την κριση (με στοιχεια απο ομιλια Γ.Στουρναρα)

-τι συμβαινει με τις ελληνικες τραπεζες

-η αποψη του Ντεϊβιντ Βαϊνς και τι βλεπει να λειπει απο τις συζητησεις στην Ελλαδα

-[ο φετιχισμος με την φυσικη παραγωγη]

Μερος δευτερο
-το θεμα της δικαιοσυνης

Read moreΕλληνικη κριση, σεναρια εξοδου και θεματα δικαιοσυνης: Ποδκαστ με αφορμη ενα συνεδριο

Πώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις

Πριν από λίγο καιρό, ο πρωθυπουργός της χώρας μιλώντας στην κοινοβουλευτική του ομάδα εξεφώνησε την ακόλουθη πρόταση (σε έντονο ύφος και με αποφασιστικό τόνο): «Αναλαμβάνω το μερίδιο ευθύνης που μου αναλογεί!». Ο Κ.Καραμανλής αναφερόταν με την δήλωσή του αυτή στην σκανδαλώδη υπόθεση του Βατοπεδίου και τα περίφημα πορίσματα που αφορούσαν την τελευταία.

Η παραπάνω δήλωση δεν έπεισε τον πολύ κόσμο. Οι περισσότεροι γνωστοί και φίλοι μου λ.χ., κουβεντιάζοντας γι’αυτή, την αξιολόγησαν με δηλώσεις όπως οι: «Και τί μας είπε δηλαδή ο Καραμανλής; Τίποτε…», «Πάλι στείρα ρητορική…» και παρόμοιες, των οποίων η ποικιλία είναι μεγάλη. Το βέβαιον είναι ότι οι σχετικές δηλώσεις αξιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης από πολίτες συνέπιπταν γενικώς ως προς το ότι εξέφραζαν μια «κοινή διαίσθηση»: Ότι η πρωθυπουργική δήλωση είχε προβληματικό σημασιολογικό και πραγματολογικό περιεχόμενο…

Πράγματι ο κοινός νους μας λέει ότι το «Αναλαμβάνω την ευθύνη» που είπε ο πρωθυπουργός δεν σήμανε κιόλας, ότι ανέλαβε την ευθύνη. Γιατί όμως;; Την απάντηση στο ερώτημα αυτό μπορεί να δώσει μόνον ο φιλοσοφικός νους, μέσω της προσπάθειας ακριβέστερης ανάλυσης-σημασιολόγησης της πρωθυπουργικής δήλωσης. Ο φιλοσοφικός νους μπορεί να δικαιολογήσει την «διαίσθηση» του κοινού νου μέσα από μια προσέγγιση που δεν έχει καθόλου να κάνει με πολιτικές προτιμήσεις, κομματικές τοποθετήσεις, συμπάθειες και αντιπάθειες προσώπων, κυβερνήσεων και πολιτικών αλλά με απλή και καθαρή φιλοσοφία της γλώσσας. Σε αξιοποίηση της τελευταίας προχωρώ ευθύς αμέσως στο κείμενο.

Στη φιλοσοφία της γλώσσας γίνεται εδώ και μισόν αιώνα περίπου, λόγος για το «πως να κάνουμε πράγματα με τις λέξεις». Η σχετική διδασκαλία είναι απλή: Πάντοτε, κάθε φορά που λέμε κάτι, κάνουμε και κάτι άλλο εκτός από το να μιλάμε και να εκφωνούμε λέξεις. Για παράδειγμα όταν λέω «γεια σου» στον φίλο μου Αθανάσιο, τον χαιρετώ. Όταν του λέω «Στοιχηματίζω την περιουσία μου ότι γράφω καλύτερα ποινικά βιβλία από σένα!» βάζω μαζί του πράγματι ένα στοίχημα (ενδέχεται βεβαίως και να τον απειλώ ότι θα του φάω τη θέση στο Πανεπιστήμιο, ή να κάνω χιούμορ ή χίλια δυο άλλα πράγματα). Κάθε φορά, ο λόγος μας συνιστά και μια ορισμένη πράξη και η διαπίστωση αυτή συνιστά με την σειρά της μια τεράστια επανάσταση απέναντι στην κλασική αλλά πρόχειρη και εσφαλμένη πεποίθηση του κοινού νου, ότι: «Άλλο τα λόγια κι άλλο τα έργα!» ή ότι «Ο Μανόλης με τα λόγια χτίζει ανώγια και κατώγια!»: Η αλήθεια είναι αντιθέτως, ότι «και τα λόγια είναι έργα»!

Read moreΠώς ο Πρωθυπουργός (δεν;) έκανε πράγματα με τις λέξεις

Περί αποτυχίας του φιλελευθερισμού

Η πρόσφατη οικονομική κρίση και η ταύτισή της με την περίφημη ελεύθερη αγορά έχει οδηγήσει πολλούς στο συμπέρασμα ότι μπορεί πλέον να ειπωθεί με ασφάλεια πως ο φιλελευθερισμός απέτυχε. Η πορεία του επιχειρήματος μοιάζει να είναι η εξής: η οικονομική κρίση αποδεικνύει ότι η ελεύθερη αγορά απέτυχε και, εφόσον η τελευταία αποτελεί τη βασικότερη πλατφόρμα του φιλελευθερισμού, συνεπάγεται ότι και ο τελευταίος απέτυχε. Για τους σκοπούς του κειμένου δεν σκοπεύω να ασχοληθώ καθόλου με την αφετηρία του επιχειρήματος – δεν σκοπεύω, δηλαδή, να αρνηθώ την αποτυχία της ελεύθερης αγοράς. Αρνούμαι, όμως, το δεύτερο μέρος του συλλογισμού: η όποια αποτυχία της ελεύθερης αγοράς του δεύτερου μισού του 20ου και των αρχών του 21ου αιώνα δεν συνεπάγεται απαραιτήτως αποτυχία του πολιτικού φιλελευθερισμού.

Ο πολιτικός φιλελευθερισμός είναι μια θεωρία που πρωτοεμφανίστηκε με αμφίεση ωφελιμιστική. Ο ωφελιμισμός ήταν εξαιρετικά δημοφιλής στους κύκλους της διανόησης του 19ου αιώνα και ο Mill βιάστηκε να ξεκαθαρίσει νωρίς στο On Liberty ότι παραιτείται κάθε πλεονεκτήματος που θα του έδινε η εξάρτηση από ένα “θεωρητικό δικαίωμα”. Ο φιλελεύθερος ωφελιμισμός έδωσε στην πορεία τη θέση του σε δικαιωματοκρατικές θεωρίες που κινήθηκαν -και κινούνται- γύρω από την έννοια της προσωπικής αυτονομίας. Το δικαίωμα -ή η ανάγκη για τους ωφελιμιστές- του ώριμου ανθρώπου στην προσωπική αυτονομία (στο εξής αυτονομία) συνεπάγεται, χωρίς αμφιβολία, και κάποιο βαθμό οικονομικής ελευθερίας. Ο αυτόνομος άνθρωπος είναι, μεταξύ άλλων, ελεύθερος να επιλέγει το επάγγελμά του, να διαχειρίζεται την περιουσία και τους πόρους του κοκ. Πρόκεται, όμως, για μία ελευθερία που υπηρετεί το γενικότερο σκοπό που δεν είναι άλλος από το να είμαστε εμείς -και όχι κάποιος τρίτος- οι βασικοί συγγραφείς του βιβλίου της ζωής μας έτσι ώστε στο τέλος της να μπορούμε να πούμε ότι πράγματι, σε γενικές γραμμές, ζήσαμε όπως επιλέξαμε, τηρουμένων των αναλογιών.

Η πολυσυζητημένη “αποθέωση” της ελεύθερης αγοράς και η σταδιακή τοποθέτησή της στο επίκεντρο πολιτικών θεωριών που επικράτησε να αποκαλούνται φιλελεύθερες αφορά κατ’ εξοχήν τον λεγόμενο “νεοφιλελευθερισμό”, τον αμερικανικής κοπής (δεξιό) ελευθερισμό δηλαδή.

Read moreΠερί αποτυχίας του φιλελευθερισμού

Υπέρ της επιχορήγησης της τέχνης

Κατόπιν της πρόσφατης κουβεντούλας που κάναμε εδώ στην αΜ/Συνιστολόγιο για την τέχνη με αφορμή κάποιες ιστοριούλες που θυμήθηκα, ένας φίλος μου ζήτησε, ενώ στεκόμασταν μπροστά σε έναν από τους πίνακες που παρέθεσα στις αναρτήσεις μου, να γράψω ένα κομμάτι που θα εξηγεί γιατί είμαι υπέρ της κρατικής επιχορήγησης της τέχνης. Γιατί, δηλαδή, θεωρώ θεμιτή τη χρηματοδότηση μουσείων, γκαλερί, θεάτρων και μουσικών σκηνών από το κοινό ταμείο όταν είναι προφανές ότι πολλοί αδιαφορούν για όλα αυτά και δεν τα επισκέπτονται ποτέ. Το επιχείρημα εναντίον της πολιτικής αυτής είναι πολύ δημοφιλές στις τάξεις των φιλελεύθερων “ουδετεριστών”, εκείνων δηλαδή που θεωρούν ότι το κράτος δεν πρέπει να προωθεί ή να αποθαρρύνει κανένα συγκεκριμένο πρότυπο καλής ζωής. Εν προκειμένω, η επιλογή να χρηματοδοτηθεί  η όπερα λχ και όχι τα μπουζούκια προκύπτει από τη θέση ότι η πρώτη είναι πιο πολύτιμη από τα δεύτερα και, άρα, είναι καλύτερο για κάποιον να πηγαίνει στην όπερα παρά στα μπουζούκια. Εκείνοι, λοιπόν, που προτιμούν τον Πλούταρχο αδικούνται διότι αφενός μεν οι επιλογές τους απαξιώνονται, αφετέρου δε οι πόροι κατανέμονται άνισα αφού αφιερώνονται στη ικανοποίηση των λίγων και όχι των πολλών. Διότι, φυσικά, είναι λίγοι εκείνοι που αγαπούν το θέατρο του παραλόγου και τον Πουτσίνι και πολλοί εκείνοι που τα βαριούνται θανάσιμα. Η συζήτηση είναι εκτενής και, σε ορισμένα σημεία της, ιδιαίτερα περίπλοκη και, συνεπώς, μόνο μία επιδερμική προσέγγιση είνα δυνατή στο πλαίσιο μίας τέτοιας ανάρτησης. Η θετική θέση μου είναι σύμφωνη με τη γενικότερη πολιτική μου θεωρία: δε βλέπω τίποτα το κακό στην μη-εξαναγκαστική προώθηση πολύτιμων επιλογών. Υπάρχει, όμως, μία πολιτική θεωρία που αυτό το αρνείται και θα προσπαθήσω να δείξω ότι, στην συγκεκριμένη περίπτωση, ακόμα και η άρνηση του λεγόμενου “φιλελεύθερου περφεξιονισμού” δεν αποκλείει τη κρατική χρηματοδότηση της τέχνης. Όσοι δεν προσυπογράφουν αυτή την άρνηση δε χρειάζεται να πεισθούν.

Δύο είναι οι δημοφιλέστερες θεωρίες πολιτικής ουδετερότητας. Η πρώτη αποδίδεται στο Νόζικ και απαγορεύει στο κράτος να αιτιολογεί τις ενέργειές του στη βάση της λογικής ότι κάποιος τρόπος ζωής είναι καλύτερος από κάποιον άλλο. Η δεύτερη ανήκει στο Ρωλς που επιμένει ότι βασικός στόχος της κυβέρνησης θα πρέπει να είναι η εξασφάλιση σε όλους τους πολίτες ίσων πιθανοτήτων να ζήσουν μία καλή ζωή όπως την αντιλαμβάνονται οι ίδιοι. Η τρίτη μεγάλη κατηγορία ουδετεριστών προσυπογράφει μία αρχή που συνοψίζεται χονδρικά στη φράση “καμμία ενέργεια του κράτους που καθιστά ευχερέστερη την απόλαυση ή επιλογή ενός τρόπου ζωής δεν είναι ανεκτή αν δεν αντισταθμίζεται με αντίστοιχες ενέργειες προς όφελος των υπολοίπων πολιτών που δεν επιλέγουν την συγκεκριμένη ζωή”. Θα ασχοληθώ κυρίως με τις δύο πρώτες θέσεις, καθώς θεωρώ ότι η τρίτη είναι καταφανέστατα προβληματική. Στο τέλος, όμως, η τοποθέτησή μου θα αφορά εξίσου όλες τις παραπάνω κατηγορίες πολιτικών ουδετεριστών.

Read moreΥπέρ της επιχορήγησης της τέχνης

Οι φιλόσοφοι του διαδικτύου

Μετά την μεγάλη επιτυχία των “Διανοούμενων του Διαδικτύου”, η πολυαναμενόμενη -από εμένα και μόνο- συνέχεια έφτασε. Στις λίγες γραμμές που ακολουθούν θα λατρέψω με ταπεινότητα και σεβασμό τους πλέον εκλεκτούς της ανώτερης αυτής τάξης που εκθείασα σ’ εκείνο το κειμενάκι. Θα το κάνω με την ίδια χαλαρή διάθεση και γι’ αυτό καλώ όσους τα παίρνουν λίγο προσωπικά κάτι τέτοια να σταματήσουν εδώ. Ας μην παρεξηγηθώ, όμως, πριν καλά-καλά αρχίσω: μου αρέσει όσο τίποτα να συζητούμε για θέματα κανονιστικά ή “θεωρητικά” – το δίκαιο, το ορθό, τις πολιτικές μας αρχές, τους ηθικούς μας κανόνες κοκ. Κι εγώ ερασιτέχνης είμαι και το χαίρομαι όσο μπορώ. Αλλά οι φιλόσοφοι του διαδικτύου (στο εξής ΦΔ) δεν είναι εδώ για να συζητήσουν αλλά για να μας κάνουν ανθρώπους. Πώς; Ως ακολούθως…

Τι κάνεις όταν θέλεις να πεις τη γνώμη σου για ένα θέμα σαν τα παραπάνω; Από την στιγμή που γράφεις στο διαδίκτυο τι πιο λογικό από το να χρησιμοποιήσεις το διαδίκτυο; Δε θα εξαπατήσεις κανέναν, απλά θα ενισχύσεις τις γνώσεις σου με λίγο γκουγκλαρισματάκι. Για παράδειγμα: ξέρεις ότι ο Dworkin λέει ότι το κράτος πρέπει να είναι ουδέτερο απέναντι στις διάφορες αντιλήψεις της καλής ζωής – γκουγκλάρεις για να το επιβεβαιώσεις. Αυτό ακούγεται βολικό για αυτό που θέλεις να πεις και δεν είναι άλλο από το ότι πχ το ελληνικό κράτος δεν πρέπει να πληρώνει τόσα και τόσα λεφτά για να συντηρεί την Εθνική Λυρική Σκηνή. Και ο Νόζικ ήταν υπέρ του ουδετερισμού -γκουγκλάρισμα για να μην γίνουμε ρεζίλι- άρα κι αυτός μας βολεύει. Λες λοιπόν: “σπουδαίοι ουδετεριστές φιλόσοφοι, σαν τον Dworkin και τον Nozick, υποστηρίζουν αυτή τη θέση που αποτελεί αναπόσπαστο στοιχείο του φιλελευθερισμού”. Λογικό; Απολύτως, αφού δύο άνθρωποι που φέρονται ως εκπρόσωποι των δύο άκρων του φιλελεύθερου φάσματος (προς τα δεξιά ο Νόζικ, προς τα αριστερά ο Dworkin) συμφωνούν. Σωστό; Αμ δε… Ο μεν Dworkin τίθεται ρητώς υπέρ της χρηματοδότησης αυτού του τύπου στο A Matter of Principle (με ένα καθόλου πειστικό επιχείρημα αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία), ο δε Νόζικ απαιτεί απλά να μην γίνεται η εν λόγω χρηματοδότηση στη βάση της λογικής ότι η μία ζωή με όπερα λχ είναι ανώτερη από μία ζωή με μπουζούκια. Αλλά υπάρχουν 1002 λόγοι για τους οποίους θα μπορούσε να χρηματοδοτείται η όπερα από την Πολιτεία με τους οποίους ο Νόζικ δε θα διαφωνούσε. Και δε θα διαφωνούσε για να σώσει τη θεωρία του από μία θανάσιμη παγίδα που ο ίδιος θεωρεί ότι καταδεικνύει ένα υποκρυπτόμενο σε άλλους τύπους ουδετερισμού absurdum. Ψιλά γράμματα; Καθόλου – χοντρά και κεφαλαία για όποιον έχει υπ’ όψιν του όχι το έργο των συγκεκριμένων ανθρώπων αλλά έστω το debate που λένε και στο χωριό μου. Αλλά η πραγματική ζωή είναι πιο συναρπαστική από τα παραδείγματα. Κάποτε, ένας ιστολόγος έγραψε ένα κείμενο με πολύ -μα πάρα πολύ- Νόζικ (καλή ώρα). Ένας δόλιος αναγνώστης τον ρώτησε αν έχει διαβάσει το Anarchy, State and Utopia (όχι δεν ήμουν εγώ). Η απάντηση ήταν αφοπλιστική: “το διάβασα πριν χρόνια και τώρα του έριξα άλλη μια ματιά για το κείμενο”. Όποιος γνωρίζει πως ρίχνει κανείς μια ματιά στο συγκεκριμένο πόνημα παρακαλείται να με ενημερώσει γιατί μετά από 3 αναγνώσεις και πολλές σχετικές μελέτες και σχολιασμούς ακόμα δεν το έχω πολυκαταλάβει. The magic that bloggers do… Α, να μην ξεχάσω: προσθέτεις κι ένα μάγκικο “τι νόημα έχει αυτή η ερώτηση τώρα;” και ο λαός καταλαβαίνει με ποιον έχει να κάνει. Αν έχεις επιχειρήματα, ρίχτα να σε ισοπεδώσω προβοκάτορα.

Μία ακόμα βασική αρχή της διαδικτυακής φιλοσοφικής διδασκαλίας είναι οι απόλυτες και ανυποχώρητες δηλώσεις. Σε ένα διδακτορικό φιλοσοφίας γράφεις: “οι παραπάνω παρατηρήσεις φαίνεται πως καταδεικνύουν ότι το επιχείρημα του Χ δυσκολεύεται να πείσει ως προς την ορθότητα του Ψ”. Ο ΦΔ γράφει: “αυτό αποδεικνύει ότι ο Χ έκανε ένα πασιφανές και χονδροειδές σφάλμα όταν έλεγε το Ψ”. Για τους ΦΔ όλα είναι απλά και προφανή και τα έχουν αποδείξει οι αγαπημένοι τους φιλόσοφοι που, κάποιες φορές, δεν είναι καν φιλόσοφοι αλλά οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι, lato sensu διανοούμενοι, ποπ φιλοσοφούντες κλπ. Αν δεν το βλέπεις είναι επειδή υπερεκτίμησαν τις δυνατότητές σου και δεν σου το είπαν αρκετά απλά, Πάμε πάλι, λοιπόν, χωρίς δύσκολες λέξεις.

Read moreΟι φιλόσοφοι του διαδικτύου

Ελευθερία χωριζομένη αρετής…

Η συζήτηση περί φιλελευθερισμού είναι, όσο περιέργο κι αν ακούγεται αυτό, μία από τις αγαπημένες συζητήσεις των Ελλήνων. Συνήθως παίρνει την μορφή καταδίκης ή απόρριψης κάθε φιλελεύθερης ιδέας στο πρόσωπο του λεγόμενου “νεοφιλελευθερισμού”. Λίγοι, φυσικά, αναγνωρίζουν και ακόμα λιγότεροι παραδέχονται την τεράστια κονονιστική και ηθική βαρύτητα του προθέματος “νεο” αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα που δεν είναι ανάγκη να κουράσουν τα μάτια μας. Λέμε κι άλλα “φιλελεύθερα” όμως: φιλελεύθεροι, και μη (ακόμη και μαρξιστές ή και αναρχικοί) μιλούν για δικαιώματα και τα διεκδικούν με μένος. Κάποια πρόσφατα ανάλογου περιεχομένου περιστατικά με έβαλαν σε σκέψεις σχετικά με το αν μπορεί ο Νεοέλληνας να κάνει χωριό με το φιλελευθερισμό. Και, ως γνωστόν, όποτε μπαίνω εγώ σε σκέψεις ο αναγνώστης της αναμόρφωσης μπαίνει σε κόπο – ενίοτε και σε μπελάδες. Διέκρινα, λοιπόν, τουλάχιστον 3 λόγους για τους οποίους η συνύπαρξη αυτή είναι, προς το παρόν, αδύνατη.

1) Ανεκτικότητα. Η ανεκτικότητα είναι για το φιλελευθερισμό όσο απαραίτητη είναι η κιθάρα για το φλαμένκο. Είναι, θα έλεγε κανείς, το βασικό μάθημα του θείου Μιλλ και το ένα -ίσως και μοναδικό- θέμα στο οποίο συμφωνούν όλοι οι φιλελεύθεροι στοχαστές. Το να γράψει κανείς ένα μακροσκελές κείμενο για να πείσει τον αναγνώστη του ότι η ανεκτικότητα είναι λέξη άγνωστη στον μέσο Έλληνα θα συνιστούσε αχρείαστη φθορά του πληκτρολογίου. Η κοινωνία μας είναι μία από τις λιγότερο ανεκτικές στη Δύση σε ζητήματα προσωπικών επιλογών ή ιδιαιτεροτήτων που δεν αφορούν κανέναν. Αρκεί να προσέξει κανείς τον τρόπο με τον οποίο διεξάγεται ο πολιτικός “διάλογος” στα ελληνικά πανεπιστήμια: όποιος διαφωνεί υβρίζεται, απωθείται και, στο τέλος, συνετίζεται διά της ράβδου. Κι αν δεν μπορούν να συζητήσουν με ένα κάποιο στοιχειώδη σεβασμό για τη διαφορετική άποψη οι νέοι, ανοιχτόμυαλοι και εν μέσω της προσπάθειάς τους να γίνουν σοφώτεροι πατριώτες μας τι να αναμένει κανείς από τους κουρασμένους και αδιάφορους μεσήλικες ή ηλικιωμένους; Η ανοχή μας απέναντι σε όσα δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε γύρω μας είναι σχεδόν μηδενική και αυτό αποτυπώθηκε και στην κρατική πολιτική σε ευαίσθητα ζητήματα, όπως, για παράδειγμα, οι θρησκευτικές ελευθερίες, που μας κόστισαν πολλές διεθνείς καταδίκες στο πρόσφατο παρελθόν. Οι έχοντες “ασυνήθιστες” αντιλήψεις περί θρησκείας, έρωτα, οικογένειας κοκ δεν πρέπει, όμως, να απογοητεύονται – δεν έχουν παρά να ζητήσουν την άδεια ημών των υπολοίπων για να ζήσουν όπως επιθυμούν. Εκτός, φυσικά, αν είναι ομοφυλόφιλοι και θέλουν να παντρευτούν στην Τήλο διότι υπάρχει και δικαιοσύνη σε τούτο τον τόπο…

Read moreΕλευθερία χωριζομένη αρετής…

Για ένα καλύτερο και πιο δίκαιο δημόσιο πανεπιστήμιο

компютриΣτις λίγες γραμμές που ακολουθούν θα καταθέσω εν συντομία τις προτάσεις μου για ένα πανεπιστήμιο που θα μπορεί να προσφέρει σχετικά υψηλού επιπέδου ακαδημαϊκές υπηρεσίες ενώ ταυτόχρονα θα υπηρετεί τις βασικές αρχές της δικαιοσύνης και της ακριβοδικίας. Θεωρώ δεδομένη -και απολύτως δικαιολογημένη- την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων και αυτό το αναφέρω διότι θα παίξει το ρόλο του σε όσα έχω να προτείνω. Συνοπτικά, λοιπόν, θέτω στην κρίση σας τις παρακάτω ρυθμίσεις και σας καλώ να θυμάστε πάντα τους δύο στόχους που υιοθετώ από τον τίτλο ήδη. Όσοι, από την άλλη, πιστεύουν ότι τα ΑΕΙ μας είναι από τα καλύτερα στον κόσμο και ότι είναι δίκαιο να απαξιώνει τις σπουδές όλων των υπολοίπων και να αποκαλείται επιστήμων όποιος πέρασε τα φοιτητικά του χρόνια παίζοντας ξύλο και πήρε το πτυχίο του μετά από 10 χρόνια και 5-6 προσπάθειες ανά μάθημα καλούνται απλώς να διαβάσουν κάτι άλλο.

1) Τα ΑΕΙ θα είναι εντελώς ανεξάρτητα σε ό,τι αφορά το σύνολο των ακαδημαϊκών και διοικητικών τους λειτουργιών. Αυτό σημαίνει ότι θα αναλαμβάνουν την ευθύνη για την εισαγωγή νέων φοιτητών, το πρόγραμμα διδασκαλίας, την έρευνα και τα οικονομικά. Οι διοικήσεις τους θα αποφασίζουν εκ των προτέρων τον αριθμό των εισακτέων και θα διοργανώνουν τις εισαγωγικές εξετάσεις. Αυτό εξασφαλίζει ότι: α) πολιτικές παρεμβάσεις ψηφοθηρικού χαρακτήρα αποκλείονται β) καταργούνται οι πανελλήνιες εξετάσεις της παπαγαλίας και απαγκιστρώνεται η Β’βαθμια εκπαίδευση από αυτή τη διαδικασία, επιστρέφουσα στον αυθεντικό της ρόλο γ) οι εξετάσεις αφορούν πράγματι το γνωστικό αντικείμενο της σχολής και διερευνούν τις ικανότητες και τις γνώσεις του υποψηφίου δ) οι μαθητές που έχουν το προνόμιο της ιδιωτικής εκπαίδευσης και της εντατικής προγύμνασης χάνουν το μεγαλύτερο μέρος του τεράστιου πλεονεκτήματος που έχουν σήμερα και ε) η εξεταστική επιτροπή θα έχει τη δυνατότητα, διά του ελέγχου του φακέλου του υποψηφίου, να συνυπολογίσει κι άλλους παράγοντες, όπως η οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του για παράδειγμα, για να αποφασίσει ανάμεσα σε ισοβαθμούντες εξεταζόμενους – προς όφελος, προφανώς, των λιγότερο προνομιούχων.

2) Τα ΑΕΙ θα αξιολογούνται από ανεξάρτητες διεθνείς αρχές και ινστιτούτα των οποίων η δουλειά γίνεται αποδεκτή από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου.

Read moreΓια ένα καλύτερο και πιο δίκαιο δημόσιο πανεπιστήμιο