Υπέρ της ελευθερίας ψευδομαρτυρίας

Σύμφωνα με το άρ. 224 παρ. 1 και 2 ΠΚ

1. Όποιος ως διάδικος σε πολιτική δίκη δίνει εν γνώσει του ψευδή όρκο, τιμωρείται με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους. 2. Με την ίδια ποινή τιμωρείται όποιος, ενώ εξετάζεται ενόρκως ως μάρτυρας ενώπιον αρχής αρμόδιας να ενεργεί ένορκη εξέταση ή αναφέρεται στον όρκο που έχει δώσει, καταθέτει εν γνώσει του ψέματα ή αρνείται ή αποκρύπτει την αλήθεια.

Η διάταξη εισάγει ένα από τα πλέον κλασσικά αδικήματα, ένα αδίκημα που μαζί με τα αδελφάκια του, την ψευδή καταμήνυση και, κυρίως, την συκοφαντική δυσφήμηση, κάνει τα πινάκια των δικαστηρίων να στενάζουν, ένα αδίκημα που υπάρχει ήδη από την εποχή της Παλαιάς Διαθήκης. Οὐ ψευδομαρτυρήσεις κατὰ τοῦ πλησίον σου μαρτυρίαν ψευδῆ ενετείλατο ο αυστηρός Θεός στην Ενάτη Εντολή και έκτοτε πράγματι η ψευδορκία έχει διατελέσει ένα αυτονόητο έγκλημα περί την απονομή της δικαιοσύνης.

Δεν είναι τάχα αυτονόητα όλα αυτά;

Όχι, δεν είναι.

Τι θα γινόταν τάχα αν καταργούσαμε το αδίκημα της ψευδορκίας; Θα σταματούσε η Γη να περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο; Θα διακινδύνευε σοβαρά η απονομή της δικαιοσύνης στην χώρα μας;

Όχι.

Read moreΥπέρ της ελευθερίας ψευδομαρτυρίας

Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Στο πρώτο μέρος αυτού του σχολιασμού, εξετάσαμε μόνο τα αυστηρά νομικά, ήτοι την κατάστρωση της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Ας κατέλθουμε τώρα από τα ύψη της θεωρίας στα πιο πρακτικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίση η Ολομέλεια.

Ελάσσων πρόταση.

Όταν είχε κοινοποιηθή το αποτέλεσμα της Ολομέλειας, χωρίς να διαβάσουμε την απόφαση, είχα μείνει με την αίσθηση ότι πρόκειται για μία ακόμη περίπτωση δικαστηριακού παρεμβατισμού, όπου ένα ανώτατο δικαστήριο νοσφίζεται νομοθετικά και εκτελεστικά έργα. Πάγια θέση μου είναι ότι η διάκριση των λειτουργιών συνεπάγεται ευρύ πολιτικό πεδίο, ένα εύρωστο σύνολο πιθανών επιλογών, εκ των οποίων ο νομοθέτης μπορεί να ασκήση την πολιτική του επιλογή. Όχι σπάνια κάποιες αποφάσεις δείχνουν να παραγνωρίζουν αυτά τα δεδομένα, προτιμώντας να παρακρατούν για τον εαυτό τους εξουσία που συντακτικώς δεν τους ανήκει. Με απλά λόγια: τι δουλειά έχει ένα ακυρωτικό δικαστήριο να κρίνη το περιεχόμενο σχολικών βιβλίων;

Έχοντας διαβάσει την απόφαση όμως, δεν είμαι πλέον καθόλου βέβαιος ότι είχα δίκιο. Καταρχάς, ας εξετάσουμε το γενικώτερο ζήτημα: επιτρέπεται το δικαστήριο να εγκύψη, να φυλλομετρήση και να σταθμίση το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων;

Εγώ λέω πως ναι.

Στην περίπτωση του άρ. 16 παρ. 2 λόγου χάριν, μου φαίνεται ολοφάνερο ότι αν, αντί για “ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης”, το μάθημα των Θρησκευτικών περιείχε σε όλες τις τάξεις τις υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποδόμηση του θρησκευτικού φαινομένου, κήρυγμα της αθεΐας και τα όμοια, αυτό το περιεχόμενο θα ήταν ευθέως αντισυνταγματικό. Δεν πρόκειται περί προσωπικής προτίμησης, γιατί και εγώ άθεος είμαι, αλλά, απλούστατα, άλλα κελεύει το Σύνταγμα. Η αντίθετη άποψη, που προσνέμει στην νομοθετική λειτουργία άπειρη εξουσία επί του περιεχομένου των συγκεκριμένων μαθημάτων (Ιστορίας και Θρησκευτικών) εύκολα καταλήγει σε άτοπα, όπως π.χ. ότι είναι συνταγματικά τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας που διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο την Ιστορία της Λατινικής Αμερικής ή της Άπω Ανατολής (γιατί όχι και της Ουρουγουάης; γιατί όχι της Τουρκίας;)

[όλως διάφορο το ζήτημα της απαλλαγής από ένα εθνοκεντρικό μάθημα Ιστορίας, ως προς το οποίο έχω εκφραστή θερμώς υπέρ σε αυτήν εδώ την ανάρτηση].

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών έχω ασχοληθή αρκετές φορές στο παρελθόν, πιο πρόσφατα σε αυτήν εδώ την ανάρτηση. Το ζήτημα έταμε η Ολομέλεια του ΣτΕ σε 17μελή σύνθεση με την απόφαση 660/2018, η οποία, με την σχετικά ευρεία πλειοψηφία 12-5, έκρινε αντισυνταγματική μια υπουργική απόφαση του τότε Επιτρόπου Παιδείας Φίλη, η οποία εισήγαγε στην υποχρεωτική εκπαίδευση νέα εγχειρίδια διδασκαλίας.

Η απόφαση συνάντησε την ομόθυμη αποδοκιμασία του Αθεϊστάν, αλλά έχουν άδικο. Έχουν πολύ άδικο στην κατάστρωση της μείζονος πρότασης και λίγο άδικο στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών. Ας τα εξετάσουμε αναλυτικώτερα:

Μείζων πρόταση.

Δογματίζει η Ολομέλεια ότι η αναφορά του Χριστιανισμού ως επικρατούσας θρησκείας

αποτελεί και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

Πολύ σωστά. Διαφορετικά ο σταυρός στην σημαία ή η Κυριακή αργία θα ήσαν συνταγματικά μετέωρες. Τα ίδια λέει και η μειοψηφία, με απλή διαφορά έμφασης. Όλοι οι ανώτατοι δικαστές κατ’ ουσίαν ομονοούν στην ερμηνεία του άρ. 3 παρ. 1 Σ, αλλά οι Αθεϊστανοί διατηρούν επιφυλάξεις. Ε καλά.

Περνώντας τώρα στην ερμηνεία του άρ. 16 παρ. 2 Σ η Ολομέλεια έκρινε ότι

Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. Ολομ. ΣΕ 460/2013), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣΕ 3356/ 1995, 2176/1998), εν όψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεξετέθη, ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Εδώ η διατύπωση είναι απόλυτη και αδικεί την απόφαση. Ως προς το εθνικό κομμάτι του παραθέματος, λίγοι νομίζω θα υποστήριζαν ότι ως εθνική νοείται κάποια άλλη συνείδηση, όση ερμηνευτική φαντασία και αν επεστράτευαν. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι δηλαδή έχουμε τους ίδιους νομικούς όρους, στο ίδιο άρθρο, αναφερόμενους στο ίδιο συνταγματικό δικαίωμα, εκ του ιδίου συντακτικού νομοθέτη προερχόμενους, όσα ισχύουν επί εθνικής συνειδήσεως ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών και επί θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ανακριβολογία της απόφασης έγκειται όμως στον περιορισμό της ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης μόνο στην χριστιανική, και μάλιστα στην ορθόδοξη. Και μιλώ για ανακριβολογία, γιατί από όλο το κείμενο της απόφασης, όπως θα φανή κατωτέρω, προκύπτει ότι, ενώ επί της εθνικής συνείδησης αυτή είναι αναπτυκτέα εφ’ όλων των μαθητών ομοιόμορφα (κακώς, καθ’ ημάς), η αναπτυκτέα θρησκευτική συνείδηση κυμαίνεται αναλόγως θρησκεύματος: στους καθολικούς πρέπει να αναπτυχθή η καθολική χριστιανική συνείδηση, στους εβραίους η εβραϊκή και στους μουσουλμάνους η μουσουλμανική.

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Τρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών

Γράφω εδώ μαζεμένες μερικές σκέψεις για το μάθημα των θρησκευτικών, που βασικά συνοψίζουν πράγματα που έχω γράψει πιο αναλυτικά σε αυτήν την σειρά αναρτήσεων: 1, 2, 3, 4.

1. Η διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικού περιεχομένου στην υποχρεωτική εκπαίδευση αποτελεί περιεχόμενο συνταγματικής επιταγής.

Σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 2 Συντ.

Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελληνοπαίδων κατά την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά βασική αποστολή του Κράτους. Η έννοια της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να νοηθή είτε ως εν στενή εννοία ομολογιακή συνείδηση, συνείδηση ωρισμένου δηλαδή θρησκειακού χαρακτήρα, είτε ως εν ευρεία εννοία θεϊστική συνείδηση, δηλαδή ως συνείδηση προσανατολισμένη οπωσδήποτε στην αναγνώριση και λατρεία ενός κάποιου Ανώτατου Όντος, είτε ως θρησκειολογική συνείδηση, δηλαδή ως ενημέρωση, προβληματισμός και καλλιέργεια της περί το φαινόμενο του θρησκεύεσθαι γνώσεως.

Δεν αμφισβητείται ότι το βούλημα του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη υπήρξε η νοηματοδότηση της έννοιας της θρησκευτικής συνείδησης υπό την πρώτη ως άνω έννοια, δηλαδή της ομολογιακής συνειδήσεως. Από την άλλη μεριά, το γράμμα της διάταξης είναι σαφώς ευρύτερο, δεδομένου ότι η ίδια έννοια της θρησκευτικής συνείδησης απαντά και στο άρ. 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας, όπου όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καλύπτει και την αθεϊστική, την αγνωστικιστική ή την θρησκευτικά αδιάφορη συνείδηση. Καθοριστικό θεωρώ όμως εν προκειμένω το επιχείρημα που προκύπτει από την σύνδεση της θρησκευτικής με την εθνική συνείδηση στο άρ. 16 παρ. 2 Συντ.: ουδείς διανοείται να υποστηρίξη ότι στην έννοια της εθνικής συνειδήσεως περιλαμβάνεται και η περίπτωση της αντεθνικής, υπερεθνικής ή ανεθνικής συνείδησης, ή ακόμα της αλλοδαπής εθνικής συνείδησης (απομένει ασφαλώς προς de constitutione ferenda συζήτηση το αν η διαμόρφωση συνειδήσεων σε ανηλίκους μέσω κρατικών πολιτικών είναι θεμιτό πεδίο δράσης ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους: εγώ λέω όχι). Άλλωστε, η ανάπτυξη που κελεύει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. μπορεί να αναφέρεται μόνο σε ένα θετικό μέγεθος και όχι σε μια άρνηση, σε μια απουσία, σε μια έλλειψη. Περαιτέρω, το ασφαλές της κρίσης επιβεβαιώνεται και από ένα μικρό νοητικό πείραμα: αν τυχόν υποτεθή ότι το Σύνταγμα ενός κράτους επέτασσε την ανάπτυξη της αθεϊστικής συνείδησης, δεν θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθή ότι θα ήταν νόμιμη υπό παρόμοιο νομοθετικό καθεστώς η διδασκαλία ενός θεϊστικού μαθήματος.

Άρα, η συναναφορά έθνους και θρησκείας στην ίδια φράση, με γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των συντακτών του άρ. 16 παρ. 2 Συντ. και της ιστορικής τους βούλησης, σε συνδυασμό και με την έννοια της “ανάπτυξης”, οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι αντικείμενο της κρατικής συνταγματικής υποχρέωσης που εισάγει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. είναι ένα σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών με χαρακτήρα τουλάχιστον θεϊστικό και όχι απλώς θρησκειολογικό. Άλλωστε, αν μή τι άλλο “θρησκευτικός” σημαίνει κάτι άλλο από “θρησκειολογικός”.

Επιπλέον όμως, θεωρώ ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε με βεβαιότητα σε ένα χαρακτήρα του μαθήματος ομολογιακό και δη και ορθόδοξο χριστιανικό, ενόψει και του άρ. 3 παρ. 1 Συντ. Πράγματι, όπως ακριβώς η ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης” δεν έχει την έννοια της ανάπτυξης μιας οιασδήποτε εθνικής συνείδησης κατ’ επιλογήν του μαθητή ή της ανάπτυξης του αφηρημένου εθνικού συναισθήματος σε αντιδιαστολή προς το υπερεθνικό, προεθνικό ή αντεθνικό, αλλά αναφέρεται αναμφίβολα, καλώς ή κακώς, στην ελληνική εθνική συνείδηση, έτσι και η
ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” νοηματοδοτείται από τον συνδυασμό των άρ. 3 παρ. 1 Συντ. περί επικρατούσας θρησκείας και 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας και αρδεύεται από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.

Read moreΤρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών

Κατά του άρ. 16 παρ. 2 Συντ.

Το άρ. 16 παρ. 2 Σ προβλέπει τα εξής:

Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Με απασχολεί εδώ η διττή στοχοθεσία του άρ. 16 παρ. 2 Σ, ήτοι η ανάπτυξη τόσο της εθνικής, όσο και της θρησκευτικής συνείδησης των Ελλήνων, για την ακρίβεια των Ελληνοπαίδων.

Όπως έχω δείξει και αλλού, ανάπτυξη σημαίνει την εκδίπλωση, την αύξηση, την προώθηση, την μεγέθυνση: η “ανάπτυξη”, που κελεύει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ., μπορεί να αναφέρεται μόνο σε ένα θετικό μέγεθος και όχι σε μια άρνηση, σε μια απουσία, σε μια έλλειψη. Σχηματικά, αποστολή της κρατικής εκπαίδευσης είναι να παραλάβη το τίποτε και να το μετατρέψη σε κάτι. Να μεταπλάση ένα (αεθνή;) και (άθρησκο;) μαθητή σε Έλληνα και σε θρησκεύοντα, συνήθως Χριστιανό Ορθόδοξο.

Λοιπόν, εγώ έχω πρόβλημα με την διάταξη αυτή.

Τόσες θύμησες.

Read moreΚατά του άρ. 16 παρ. 2 Συντ.

Συνέντευξη με ένα μειονοτικό στρατεύσιμο: Μουσταφά Τσολάκ

Είχα γράψει πιο παλιά ένα άρθρο υπέρ της εθνικής αντίρρησης συνείδησης, όπου υποστήριζα την νομική δυνατότητα να απαλλάσσωνται από την ένοπλη θητεία όσοι δεν αισθάνονται Έλληνες. Τύχη αγαθή, γνώρισα ένα Έλληνα πολίτη που δεν είναι Έλληνας στην εθνικότητά του (αν και δεν πολυσκοτίζεται για αυτά), οπότε σκέφτηκα να τον ρωτήσω, για να μάθουμε πέντε πράγματα για το πώς τα βλέπει και εκείνος. Πρόκειται για τον Μουσταφά Τσολάκ, δημοσιογράφο, εκδότη της δίγλωσσης εφημερίδας της Θράκης “Barikat”, ποιητή και, εντάξει, αγωνιστή της ριζοσπαστικής Αριστεράς, κανείς δεν μπορεί να είναι τέλειος.

Ε ναι λοιπόν, ήταν και υποψήφιος βουλευτής με την Λαϊκή Ενότητα.
Ε ναι λοιπόν, ήταν και υποψήφιος βουλευτής με την Λαϊκή Ενότητα.

Read moreΣυνέντευξη με ένα μειονοτικό στρατεύσιμο: Μουσταφά Τσολάκ

Περί της περιτομής

Είχα γράψει ότι στο Αθεϊστάν απαγορεύεται η περιτομή των τέκνων.

Για να δούμε λίγο τα εκατέρωθεν επιχειρήματα:

Η περιτομή συνιστά πέραν πάσης αμφιβολίας περίπτωση σωματικής βλάβης του άρ. 308 ΠΚ. Ακόμη και αν ο περιτετμημένος απολαμβάνει κάποια (δυσαπόδεικτη, δυσδιάκριτη και στην τελική μάλλον αλυσιτελή για την συζήτησή μας) ιατρική ωφέλεια σε σύγκριση με τον απερίτμητο, η διαπίστωση αυτή δεν κλονίζεται. Με άλλα λόγια, δεν μπορεί να υποστηριχθή ότι, επειδή η περιτομή βελτιώνει δήθεν το γενικό επίπεδο υγείας του τέκνου (αδιάφορο αν το κάνει!), δεν πληρούται η αντικειμενική υπόσταση της σωματικής βλάβης, για τον πολύ απλό λόγο ότι αυτό θα σήμαινε ότι δεν θα συνιστούσε σωματική βλάβη ακόμη και η περιτομή που θα διενεργούσαν τρίτοι στην ατυχή πόσθη. Όπερ άτοπον.

Η Περιτομή του Χριστού.
Η Περιτομή του Χριστού.

Read moreΠερί της περιτομής