Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Στο πρώτο μέρος αυτού του σχολιασμού, εξετάσαμε μόνο τα αυστηρά νομικά, ήτοι την κατάστρωση της μείζονος προτάσεως του δικανικού συλλογισμού. Ας κατέλθουμε τώρα από τα ύψη της θεωρίας στα πιο πρακτικά ζητήματα που είχε να αντιμετωπίση η Ολομέλεια.

Ελάσσων πρόταση.

Όταν είχε κοινοποιηθή το αποτέλεσμα της Ολομέλειας, χωρίς να διαβάσουμε την απόφαση, είχα μείνει με την αίσθηση ότι πρόκειται για μία ακόμη περίπτωση δικαστηριακού παρεμβατισμού, όπου ένα ανώτατο δικαστήριο νοσφίζεται νομοθετικά και εκτελεστικά έργα. Πάγια θέση μου είναι ότι η διάκριση των λειτουργιών συνεπάγεται ευρύ πολιτικό πεδίο, ένα εύρωστο σύνολο πιθανών επιλογών, εκ των οποίων ο νομοθέτης μπορεί να ασκήση την πολιτική του επιλογή. Όχι σπάνια κάποιες αποφάσεις δείχνουν να παραγνωρίζουν αυτά τα δεδομένα, προτιμώντας να παρακρατούν για τον εαυτό τους εξουσία που συντακτικώς δεν τους ανήκει. Με απλά λόγια: τι δουλειά έχει ένα ακυρωτικό δικαστήριο να κρίνη το περιεχόμενο σχολικών βιβλίων;

Έχοντας διαβάσει την απόφαση όμως, δεν είμαι πλέον καθόλου βέβαιος ότι είχα δίκιο. Καταρχάς, ας εξετάσουμε το γενικώτερο ζήτημα: επιτρέπεται το δικαστήριο να εγκύψη, να φυλλομετρήση και να σταθμίση το περιεχόμενο των σχολικών εγχειριδίων;

Εγώ λέω πως ναι.

Στην περίπτωση του άρ. 16 παρ. 2 λόγου χάριν, μου φαίνεται ολοφάνερο ότι αν, αντί για “ανάπτυξη θρησκευτικής συνείδησης”, το μάθημα των Θρησκευτικών περιείχε σε όλες τις τάξεις τις υποχρεωτικής εκπαίδευσης αποδόμηση του θρησκευτικού φαινομένου, κήρυγμα της αθεΐας και τα όμοια, αυτό το περιεχόμενο θα ήταν ευθέως αντισυνταγματικό. Δεν πρόκειται περί προσωπικής προτίμησης, γιατί και εγώ άθεος είμαι, αλλά, απλούστατα, άλλα κελεύει το Σύνταγμα. Η αντίθετη άποψη, που προσνέμει στην νομοθετική λειτουργία άπειρη εξουσία επί του περιεχομένου των συγκεκριμένων μαθημάτων (Ιστορίας και Θρησκευτικών) εύκολα καταλήγει σε άτοπα, όπως π.χ. ότι είναι συνταγματικά τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας που διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο την Ιστορία της Λατινικής Αμερικής ή της Άπω Ανατολής (γιατί όχι και της Ουρουγουάης; γιατί όχι της Τουρκίας;)

[όλως διάφορο το ζήτημα της απαλλαγής από ένα εθνοκεντρικό μάθημα Ιστορίας, ως προς το οποίο έχω εκφραστή θερμώς υπέρ σε αυτήν εδώ την ανάρτηση].

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Β

Λίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Με την διδασκαλία του μαθήματος των Θρησκευτικών έχω ασχοληθή αρκετές φορές στο παρελθόν, πιο πρόσφατα σε αυτήν εδώ την ανάρτηση. Το ζήτημα έταμε η Ολομέλεια του ΣτΕ σε 17μελή σύνθεση με την απόφαση 660/2018, η οποία, με την σχετικά ευρεία πλειοψηφία 12-5, έκρινε αντισυνταγματική μια υπουργική απόφαση του τότε Επιτρόπου Παιδείας Φίλη, η οποία εισήγαγε στην υποχρεωτική εκπαίδευση νέα εγχειρίδια διδασκαλίας.

Η απόφαση συνάντησε την ομόθυμη αποδοκιμασία του Αθεϊστάν, αλλά έχουν άδικο. Έχουν πολύ άδικο στην κατάστρωση της μείζονος πρότασης και λίγο άδικο στην υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών. Ας τα εξετάσουμε αναλυτικώτερα:

Μείζων πρόταση.

Δογματίζει η Ολομέλεια ότι η αναφορά του Χριστιανισμού ως επικρατούσας θρησκείας

αποτελεί και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα.

Πολύ σωστά. Διαφορετικά ο σταυρός στην σημαία ή η Κυριακή αργία θα ήσαν συνταγματικά μετέωρες. Τα ίδια λέει και η μειοψηφία, με απλή διαφορά έμφασης. Όλοι οι ανώτατοι δικαστές κατ’ ουσίαν ομονοούν στην ερμηνεία του άρ. 3 παρ. 1 Σ, αλλά οι Αθεϊστανοί διατηρούν επιφυλάξεις. Ε καλά.

Περνώντας τώρα στην ερμηνεία του άρ. 16 παρ. 2 Σ η Ολομέλεια έκρινε ότι

Η έννοια της «εθνικής» και της «θρησκευτικής» συνειδήσεως κατά την εν λόγω συνταγματική διάταξη, είναι, εν όψει και της χρήσεως οριστικού άρθρου, συγκεκριμένη και δεν αφορά σε οποιοδήποτε Έθνος και σε οποιοδήποτε θρήσκευμα. Ειδικότερα, ως ανάπτυξη της «εθνικής» συνειδήσεως νοείται ευλόγως εφ’ όσον το ελληνικό Κράτος ιδρύθηκε και υπάρχει ως εθνικό Κράτος (βλ. Ολομ. ΣΕ 460/2013), η ανάπτυξη της ελληνικής -και όχι άλλης- εθνικής συνειδήσεως, ως ανάπτυξη δε της «θρησκευτικής» συνειδήσεως νοείται η ανάπτυξη ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως (βλ. ΣΕ 3356/ 1995, 2176/1998), εν όψει του ότι η θρησκεία της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού, χαρακτηριζόμενη ως «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» αναγνωρίζεται από τον συνταγματικό νομοθέτη, όπως προεξετέθη, ως η θρησκεία της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Εδώ η διατύπωση είναι απόλυτη και αδικεί την απόφαση. Ως προς το εθνικό κομμάτι του παραθέματος, λίγοι νομίζω θα υποστήριζαν ότι ως εθνική νοείται κάποια άλλη συνείδηση, όση ερμηνευτική φαντασία και αν επεστράτευαν. Για την ταυτότητα του νομικού λόγου, ότι δηλαδή έχουμε τους ίδιους νομικούς όρους, στο ίδιο άρθρο, αναφερόμενους στο ίδιο συνταγματικό δικαίωμα, εκ του ιδίου συντακτικού νομοθέτη προερχόμενους, όσα ισχύουν επί εθνικής συνειδήσεως ισχύουν τηρουμένων των αναλογιών και επί θρησκευτικής συνειδήσεως. Η ανακριβολογία της απόφασης έγκειται όμως στον περιορισμό της ανάπτυξης θρησκευτικής συνείδησης μόνο στην χριστιανική, και μάλιστα στην ορθόδοξη. Και μιλώ για ανακριβολογία, γιατί από όλο το κείμενο της απόφασης, όπως θα φανή κατωτέρω, προκύπτει ότι, ενώ επί της εθνικής συνείδησης αυτή είναι αναπτυκτέα εφ’ όλων των μαθητών ομοιόμορφα (κακώς, καθ’ ημάς), η αναπτυκτέα θρησκευτική συνείδηση κυμαίνεται αναλόγως θρησκεύματος: στους καθολικούς πρέπει να αναπτυχθή η καθολική χριστιανική συνείδηση, στους εβραίους η εβραϊκή και στους μουσουλμάνους η μουσουλμανική.

Read moreΛίγα λόγια για την ΟλΣτΕ 660/2018, μέρος Α

Τρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών

Γράφω εδώ μαζεμένες μερικές σκέψεις για το μάθημα των θρησκευτικών, που βασικά συνοψίζουν πράγματα που έχω γράψει πιο αναλυτικά σε αυτήν την σειρά αναρτήσεων: 1, 2, 3, 4.

1. Η διδασκαλία μαθήματος θρησκευτικού περιεχομένου στην υποχρεωτική εκπαίδευση αποτελεί περιεχόμενο συνταγματικής επιταγής.

Σύμφωνα με το άρ. 16 παρ. 2 Συντ.

Η παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Κράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Ελλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες.

Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι η ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης των Ελληνοπαίδων κατά την εννεαετή υποχρεωτική εκπαίδευση συνιστά βασική αποστολή του Κράτους. Η έννοια της θρησκευτικής συνείδησης μπορεί να νοηθή είτε ως εν στενή εννοία ομολογιακή συνείδηση, συνείδηση ωρισμένου δηλαδή θρησκειακού χαρακτήρα, είτε ως εν ευρεία εννοία θεϊστική συνείδηση, δηλαδή ως συνείδηση προσανατολισμένη οπωσδήποτε στην αναγνώριση και λατρεία ενός κάποιου Ανώτατου Όντος, είτε ως θρησκειολογική συνείδηση, δηλαδή ως ενημέρωση, προβληματισμός και καλλιέργεια της περί το φαινόμενο του θρησκεύεσθαι γνώσεως.

Δεν αμφισβητείται ότι το βούλημα του ιστορικού συντακτικού νομοθέτη υπήρξε η νοηματοδότηση της έννοιας της θρησκευτικής συνείδησης υπό την πρώτη ως άνω έννοια, δηλαδή της ομολογιακής συνειδήσεως. Από την άλλη μεριά, το γράμμα της διάταξης είναι σαφώς ευρύτερο, δεδομένου ότι η ίδια έννοια της θρησκευτικής συνείδησης απαντά και στο άρ. 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας, όπου όμως είναι αδιαμφισβήτητο ότι καλύπτει και την αθεϊστική, την αγνωστικιστική ή την θρησκευτικά αδιάφορη συνείδηση. Καθοριστικό θεωρώ όμως εν προκειμένω το επιχείρημα που προκύπτει από την σύνδεση της θρησκευτικής με την εθνική συνείδηση στο άρ. 16 παρ. 2 Συντ.: ουδείς διανοείται να υποστηρίξη ότι στην έννοια της εθνικής συνειδήσεως περιλαμβάνεται και η περίπτωση της αντεθνικής, υπερεθνικής ή ανεθνικής συνείδησης, ή ακόμα της αλλοδαπής εθνικής συνείδησης (απομένει ασφαλώς προς de constitutione ferenda συζήτηση το αν η διαμόρφωση συνειδήσεων σε ανηλίκους μέσω κρατικών πολιτικών είναι θεμιτό πεδίο δράσης ενός σύγχρονου φιλελεύθερου κράτους: εγώ λέω όχι). Άλλωστε, η ανάπτυξη που κελεύει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. μπορεί να αναφέρεται μόνο σε ένα θετικό μέγεθος και όχι σε μια άρνηση, σε μια απουσία, σε μια έλλειψη. Περαιτέρω, το ασφαλές της κρίσης επιβεβαιώνεται και από ένα μικρό νοητικό πείραμα: αν τυχόν υποτεθή ότι το Σύνταγμα ενός κράτους επέτασσε την ανάπτυξη της αθεϊστικής συνείδησης, δεν θα μπορούσε εύλογα να υποστηριχθή ότι θα ήταν νόμιμη υπό παρόμοιο νομοθετικό καθεστώς η διδασκαλία ενός θεϊστικού μαθήματος.

Άρα, η συναναφορά έθνους και θρησκείας στην ίδια φράση, με γνωστό το ιδεολογικό υπόβαθρο των συντακτών του άρ. 16 παρ. 2 Συντ. και της ιστορικής τους βούλησης, σε συνδυασμό και με την έννοια της “ανάπτυξης”, οδηγεί στην αναπόφευκτη παραδοχή ότι αντικείμενο της κρατικής συνταγματικής υποχρέωσης που εισάγει το άρ. 16 παρ. 2 Συντ. είναι ένα σχολικό μάθημα των Θρησκευτικών με χαρακτήρα τουλάχιστον θεϊστικό και όχι απλώς θρησκειολογικό. Άλλωστε, αν μή τι άλλο “θρησκευτικός” σημαίνει κάτι άλλο από “θρησκειολογικός”.

Επιπλέον όμως, θεωρώ ότι ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε με βεβαιότητα σε ένα χαρακτήρα του μαθήματος ομολογιακό και δη και ορθόδοξο χριστιανικό, ενόψει και του άρ. 3 παρ. 1 Συντ. Πράγματι, όπως ακριβώς η ανάπτυξη της “εθνικής συνείδησης” δεν έχει την έννοια της ανάπτυξης μιας οιασδήποτε εθνικής συνείδησης κατ’ επιλογήν του μαθητή ή της ανάπτυξης του αφηρημένου εθνικού συναισθήματος σε αντιδιαστολή προς το υπερεθνικό, προεθνικό ή αντεθνικό, αλλά αναφέρεται αναμφίβολα, καλώς ή κακώς, στην ελληνική εθνική συνείδηση, έτσι και η
ανάπτυξη της θρησκευτικής συνείδησης” νοηματοδοτείται από τον συνδυασμό των άρ. 3 παρ. 1 Συντ. περί επικρατούσας θρησκείας και 13 παρ. 1 Συντ. περί θρησκευτικής ελευθερίας και αρδεύεται από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη.

Read moreΤρεις θέσεις για το μάθημα των Θρησκευτικών

Περί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IV

Μμμμ, πού είχαμε μείνει;

Α, ναι.

ε. Τι ισχύει προκειμένου περί μαθητών ή κηδεμόνων τους οι οποίοι έχουν εκδηλωθή υπέρ της ορθόδοξης χριστιανικής πίστης σε άλλους τομείς του βίου τους (π.χ. θρησκευτικός γάμος, βάπτιση κ.λπ.);

Στην ως άνω διαδικασία είναι αληθές ότι εμφωλεύει ο κίνδυνος καταχρηστικών δηλώσεων απαλλαγής, υπό την έννοια ότι είναι πιθανόν και δυνατόν κάποιοι κηδεμόνες ή μαθητές να προβούν στην δήλωση απαλλαγής απλώς και μόνο επικαλούμενοι προσχηματικά λόγους θρησκευτικούς ή αθεϊστικούς, στη πραγματικότητα όμως για να εξυπηρετήσουν αλλότριους σκοπούς, π.χ. να μειωθή η επιβάρυνση των μαθητών της Γ΄ Λυκείου ενόψει Πανελληνίων Εξετάσεων. Ειδικώς θα προκαλή προβληματισμό μία παρόμοια δήλωση προερχόμενη από κηδεμόνες ή μαθητές οι οποίοι άλλως έχουν εκδηλώσει ή εκδηλώνουν σημεία θρησκευτικής ένταξης στον κοινωνικό τους βίο, π.χ. θρησκευτικός γάμος των κηδεμόνων, βάπτιση του μαθητή, συμμετοχή στον εκκλησιασμό εκ μέρους του μαθητή.

Πρέπει να παρατηρήσω ότι ο κίνδυνος αυτός είναι σύμφυτος με την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, η οποία δυσχερώς υπόκειται σε απόδειξη. Στο παράλληλο παράδειγμα του μαθήματος της Γυμναστικής απαιτείται προφανώς η συνυποβολή των σχετικών ιατρικών πιστοποιητικών, που θα δικαιολογούν την φυσική αδυναμία παρακολούθησης του μαθήματος, είναι ευνόητο όμως ότι κάτι παρόμοιο δεν ταιριάζει με την φύση του μαθήματος των Θρησκευτικών, καθώς τα προς απόδειξη πραγματικά περιστατικά ανάγονται στον εσωτερικό κόσμο του αιτούντος.

Read moreΠερί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IV

Περί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IΙΙ

Λέγαμε λοιπόν για το ποιο πρέπει να είναι το νόμιμο περιεχόμενο της δήλωσης απαλλαγής από το μάθημα των Θρησκευτικών και είχα εκφραστή υπέρ της λύσης της αρνητικής δήλωσης.

Στο σημείο αυτό αποκλίνω από τις σκέψεις της υπ’ αριθμ. 77Α/2002 αποφάσεως της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα, οι οποίες αξίζει να παρατεθούν στο σημείο αυτό:

Το αυτό συμβαίνει και με την υποχρεωτική δήλωση του θρησκεύματος που προβλέπεται ως αναγκαία προϋπόθεση για την απαλλαγή μαθητή από τα θρησκευτικά. Διότι τούτο, αφενός μεν θα αντέβαινε προς την αρνητική θρησκευτική ελευθερία τόσο των ενδιαφερόμενων μαθητών όσο και των γονέων και κηδεμόνων τους, αφετέρου θα προσέκρουε προς το ειδικότερο δικαίωμα των γονέων «όπως εξασφαλίζωσι την μόρφωσιν και εκπαίδευσιν [των παιδιών τους], συμφώνως προς τα ιδίας αυτών θρησκευτικάς και φιλοσοφικάς πεποιθήσεις» (άρ. 2 Πρώτου Πρωτοκόλλου ΕΣΔΑ). Πράγματι, όπως παγίως ερμηνεύεται από τα δικαιοδοτικά όργανα του Στρασβούργου, το δικαίωμα αυτό αναφέρεται και στις γενικότερες κοσμοθεωρητικές αντιλήψεις τις οποίες, πέραν των αμιγώς θρησκευτικών, οι γονείς ενδεχομένως ακολουθούν και, βάσει των οποίων, επιθυμούν να διαπαιδαγωγήσουν τα παιδιά τους. Δεν είναι συνεπώς απαραίτητο να είναι άθεοι, ετερόδοξοι ή ετερόθρησκοι, για να ζητήσουν την απαλλαγή των παιδιών τους από τα μάθημα των θρησκευτικών.

Read moreΠερί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IΙΙ

Περί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IΙ

Συνεχίζω την πραγμάτευση των ερωτημάτων από το σημείο όπου τα εγκατέλειψα μόνα και απαρηγόρητα την προηγούμενη φορά.

γ. Είναι υποχρεωτική η παρακολούθηση του μαθήματος των Θρησκευτικών από όλους τους μαθητές;

Ακριβώς επειδή ο χαρακτήρας του μαθήματος των Θρησκευτικών είναι, επιτρέπεται να είναι και οφείλει να είναι ομολογιακός, και μάλιστα χριστιανικός ορθόδοξος, η παρακολούθησή του, η εξέταση σε αυτό και η βαθμολόγηση δεν επιτρέπεται σε καμία περίπτωση να επιβάλλεται σε μαθητές ετερόδοξους, ετερόθρησκους ή άθρησκους. Κάτι τέτοιο θα αποτελούσε ευθεία και βάναυση προσβολή της θρησκευτικής τους συνείδησης και θα ισοδυναμούσε με κρατικό προσηλυτισμό εις βάρος των αδύναμων μειονοτικών (α)θρησκευτικών ομάδων. Από την άλλη μεριά πάλι, δεν αποκλείεται από το μάθημα των Θρησκευτικών μαθητής ή κηδεμόνας που δηλώνει ότι δεν ανήκει στην ορθόδοξη χριστιανική Εκκλησία μόνο εξ αυτού του λόγου, αλλά ασφαλώς του επιτρέπεται ελεύθερα να συμμετάσχη στο μάθημα, εφόσον το επιθυμεί. Και φυσικά, “οι [εξυπακούεται χριστιανοί] μαθητές είναι υποχρεωμένοι […] να παρακολουθούν το μάθημα των θρησκευτικών” (ΣτΕ 3356/1995, παρομοίως και η ΣτΕ 2176/1998).

Εξ αντιδιαστολής συνάγεται ότι όπου και όποτε το μάθημα των Θρησκευτικών απολλύει τον ομολογιακό του χαρακτήρα και διδάσκεται πλέον ως Ιστορία, Κοινωνιολογία, Ανθρωπολογία ή Φαινομενολογία του θρησκευτικού φαινομένου, δεν μπορεί να γίνεται λόγος περί απαλλαγής, διότι πλέον το μάθημα απευθύνεται στον μαθητή όχι ως μέλος μιας θρησκευτικής κοινότητας, αλλά ως γνωσιακό υποκείμενο. Απαραίτητη προϋπόθεση όμως είναι η συγγραφή των σχετικών εγχειριδίων από μία κατά το δυνατόν ουδέτερη επιστημονική οπτική γωνία και όχι εκκινώντας από την επικρατούσα θρησκεία.

Read moreΠερί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών IΙ

Περί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών I

[Θα δημοσιεύσω καναδυοτρία άρθρα σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στην υποχρεωτική εκπαίδευση, τον υποχρεωτικό του χαρακτήρα, το δικαίωμα απαλλαγής από αυτό και άλλα τέτοια βαρετά. Όσα γράφω οφείλουν πάρα πολλά στο βιβλίο του Μαριάνου Καράση, Ομότιμου Καθηγητή Αστικού Δικαίου στο ΑΠΘ, Δίκαιο και Ορθόδοξη Θεολογία, με του οποίου τα πορίσματα γενικά συμφωνώ, καίτοι διαφέρουμε αρκετά τόσο στην αφετηρία όσο και στην διαδρομή. Για μια διαφορετική άποψη βλ. πρόχειρα αυτό το άρθρο του πασοκολόγου συνταγματολόγου Γ. Σωτηρέλη, Καθηγητή στην Νομική Αθηνών, ο οποίος έχει ασχοληθή και μονογραφικά με το θέμα].

Read moreΠερί της υποχρεωτικότητας του μαθήματος των Θρησκευτικών I