Περπατώ εις την πόλη όταν ο οδηγός δεν είναι εδώ

Η κυκλοφοριακή αγωγή ως μάθημα πολιτικής αγωγής

Σωτήρης Γεωργανάς, αν. καθηγητής στο City University Λονδίνου και
Κωνσταντίνος Καλλίρης, δικηγόρος και διδάκτωρ του πανεπιστημίου της Οξφόρδης

Δημοσιευτηκε σε λιγο διαφορετικη εκδοση στα Νεα

Η πρώτη επαφή ενός ξένου παρατηρητή με τις καθημερινές μας συνήθειες αναπόφευκτα πραγματοποιείται στον δρόμο. Η προκλητική αδιαφορία για τους κανόνες του ΚΟΚ, που αποτέλεσε αφορμή για την πρωτοσέλιδη σύλληψη του Μ. Λιάπη, αποτελεί μία από τις πιο ελληνοπρεπείς μας συνήθειες και ελάχιστα πλέον απασχολεί τον μέσο Έλληνα. Έχουμε γίνει όλοι «αιώνιοι Λιάπηδες», όπως αναφωνούσε ο σταθμάρχης Μίμης Φωτόπουλος στο παλιό καλό «Ούτε γάτα ούτε ζημιά». Εν τούτοις, το καθημερινό μας χάος παραμένει μία ανοίκεια εικόνα για τους περισσότερους ‘δυτικούς’: παράνομη στάθμευση, κατειλημμένα πεζοδρόμια, μηδενικός σεβασμός για τους πεζούς, παραβιάσεις του ερυθρού σηματοδότη κοκ. Τούτη, όμως, δεν είναι μία έκφανση της ελληνικής καθημερινότητας που μπορούμε να κρύψουμε κάτω από το χαλί της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Πρόκειται για βαρύτατα αντικοινωνική συμπεριφορά, απόρροια της τραυματισμένης πολιτικής μας ηθικής.

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=xaUBzBzuLrQ&w=500]

Το πρόβλημα είναι οδυνηρά προφανές, αλλά, αντί να επιλύεται, επιδεινώνεται. Είναι άραγε δύσκολη ή δαπανηρή η επίλυσή του; Σαφέστατα όχι: το μόνο που χρειάζεται είναι οι πολυάριθμοι αστυνομικοί που περιπολούν τους ελληνικούς δρόμους να βγάλουν το μπλοκάκι τους και να εφαρμόσουν το νόμο, αντί να στέκονται και να παρακολουθούν αδρανείς, παρέχοντας ένα είδος θεσμικής κάλυψης στην παρανομία. Είναι, όμως, εξίσου σαφές ότι τέτοιο κοινωνικό αίτημα δεν υπάρχει: οι γηραιότεροι έχουν υποκύψει στην συνήθεια, οι νεότεροι στην ευκολία και τα θύματα αυτών των συμπεριφορών (ιδίως τα άτομα με κινητικές δυσκολίες) υιοθετούν μία μάλλον ενδοτική οδό, προσπαθώντας να ευαισθητοποιήσουν αντί να απαιτήσουν τον σεβασμό των δικαιωμάτων τους. Η σημασία της διαφύλαξης αυτών των δικαιωμάτων καθίσταται σαφής στον προσεχτικό παρατηρητή που συγκρίνει π.χ. μια γερμανική με μια ελληνική μεγαλούπολη:στην πρώτη θα συναντήσει κανείς πολλά άτομα με κινητικές δυσκολίες, στην δεύτερη μάλλον κανένα. Φυσικά, η Γερμανία δεν «παράγει» περισσότερες αναπηρίες. Απλώς εξασφαλίζει το δικαίωμα όλων να κινούνται ελεύθερα και με ασφάλεια στην πόλη.

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=Sp0dYvl8UFo&w=500]

Συχνά λέγεται ότι η κυκλοφοριακή αγωγή είναι ζήτημα ‘πολιτισμού’, με την έννοια της ευγένειας ή των καλών τρόπων. Αλλά δεν είναι έτσι: η συστηματική και εθιμικά κατοχυρωμένη παραβίαση του ΚΟΚ έχει ένα πολύ συγκεκριμένο κόστος σε δύο τουλάχιστον επίπεδα. Το πρώτο υπονοήθηκε ήδη: όλοι έχουμε δικαίωμα να κινούμαστε ελεύθερα, κυρίως προκειμένου να μπορούμε να αναπτύξουμε την προσωπικότητά μας όπως επιλέγουμε. Χωρίς αυτή την ελευθερία δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε κοινωνικές σχέσεις, να επιλέξουμε την εργασία που μας ταιριάζει, να ψυχαγωγηθούμε, να λειτουργούμε αυτόνομα. Προφανώς, τα άτομα με κινητικές δυσκολίες υφίστανται την πιο ακραία παραβίαση αυτών των δικαιωμάτων: ένας άνθρωπος σε αναπηρικό αμαξίδιο είναι, όχι απλώς επικίνδυνο, αλλά κυριολεκτικά αδύνατο να κυκλοφορήσει στις περισσότερες ελληνικές πόλεις.

Η άλλη διάσταση του προβλήματος είναι περισσότερο πολιτική. Οι κανόνες που θεσπίζονται με τον ΚΟΚ δεν στηρίζονται, στην συντριπτική τους πλειονότητα, σε πρωτογενείς ηθικές προσταγές. Πρόκειται απλώς για κανόνες συμβίωσης: κάπως πρέπει να αποφασιστεί ποιος θα περάσει πρώτος σε μία διασταύρωση ή πού θα βαδίζουν με ασφάλεια οι πεζοί. Η παραβίαση αυτών των κανόνων δεν έχει, με την εξαίρεση του κοινωνικού αποκλεισμού των ΑΜΕΑ, σημαντική ηθική απαξία. Αυτό που δηλώνουμε με την αδιαφορία μας για τους κανόνες, πέρα από την παραδοσιακή ελληνική τάση για εκπτώσεις στο κράτος δικαίου, είναι μία ασέβεια για την κοινή μας συμφωνία σχετικά με το πώς θα μοιραζόμαστε το χώρο μας ώστε να μπορούμε να συμβιώνουμε αρμονικά. Η αντικοινωνική αυτή συμπεριφορά είναι πολύ πιο επιζήμια για μία πολιτική κοινότητα απ’ όσο θέλουμε να πιστεύουμε: ενισχύει την πίστη στο ‘νόμο του ισχυρού’ και την κοινωνική αδράνεια απέναντι σε αδικίες ή κακές πρακτικές που είναι βολικό να παραβλέπουμε.

[youtube=http://www.youtube.com/watch?v=RjrEQaG5jPM&w=500]
Ειπαμε, μια ισορροπια παντα την βρισκουν.

Υπάρχει μια διαδεδομένη άποψη στην Ελλάδα που βλέπει καχύποπτα τους κεντρικά επιβαλλόμενους κανόνες, ίσως πιστεύοντας (αφελέστατα) οτι η εναλλακτική είναι μια ουτοπία στην οποία όλοι ζούμε όπως θέλουμε. Η λειτουργική αναρχία όμως είναι αδύνατη, ακόμα και σε οικισμούς λίγων εκατοντάδων κατοίκων. Από παιγνιοθεωρητική άποψη, η συμπεριφορά στις κοινωνίες πάντα φτάνει σε κάποια ισορροπία: πάντα καταλήγουμε σε κανόνες, επίσημους ή ατυπους. Όταν όμως οι κανόνες δεν θεσπίζονται/εφαρμόζονται από μια κεντρική εξουσία (κράτος), καταλήγουμε συχνά σε κακές ισορροπίες με άδικους και αναποτελεσματικούς κανόνες. Χωρίς ΚΟΚ, ο κανόνας είναι ότι το βαρύτερο όχημα νικά το ελαφρύτερο, ενώ και τα δύο καταπιέζουν τον πεζό. Απόντος του κράτους κυριαρχεί η ζούγκλα, ο θρασύτερος καταπιέζει τον ηπιότερο.

Η απάντηση δεν είναι, φυσικά, μία αστυνομοκρατούμενη καθημερινότητα, με τις διωκτικές αρχές να παραμονεύουν τον πολίτη για να τον τιμωρήσουν σκληρά για κάθε παραστράτημα. Η πραγματικά έξυπνη λύση, στηριγμένη σε δεκαετίες πορισμάτων της θεωρίας αποφάσεων, βασίζεται στο δόγμα της ήπιας αλλά ανελέητης εφαρμογής. Αυτό που χρειαζόμαστε στην πραγματικότητα είναι συστηματική αποθάρρυνση αυτών των συμπεριφορών, έστω με την μορφή παρατηρήσεων από τον αστυνομικό προς τον πολίτη (γεγονός που προϋποθέτει, φυσικά, ότι οι αστυνομικοί –και γενικότερα τα κρατικά όργανα-θα τηρούν απαρέγκλιτα τον ΚΟΚ, κάτι που δεν συμβαίνει σήμερα). Με αυτόν τον τρόπο, καλλιεργείται ένα είδος επικοινωνίας που καταδικάζει κοινωνικά το φαινόμενο και σύντομα δεν χρειάζεται πια αστυνόμευση. Η κυκλοφοριακή αγωγή γίνεται εργαλείο για την ενίσχυση της πολιτικής αγωγής, αλλά και μέρος της. Η κοινωνία περνάει σε μια διαφορετική ισορροπία, ο σεβασμός των κανόνων γίνεται συνήθεια, η καθημερινή ζωή γίνεται καλύτερη. Δεν χρειάζεται να επικαλούμαστε τις επιτυχίες άλλων ευρωπαϊκών χωρών για να πειστούμε. Αρκεί μια ματιά λίγο κάτω από το έδαφος της χαοτικής Αθήνας: στο Αττικό Μετρό.

2 thoughts on “Περπατώ εις την πόλη όταν ο οδηγός δεν είναι εδώ”

  1. Είναι προφανέστατο ότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί πως τα αστυνομικά όργανα δεν πράττουν σωστά τη δουλειά τους, και πως η πολιτεία, εσκεμμένα, για να συνεχίσει και η ίδια να δρα ανενόχλητη και να μπορεί να κλείνει το μάτι στους πολίτες για να κάνουν και αυτοί τα στραβά μάτια, ενισχύει και επικροτεί την πρακτική αυτή (κάτι που λείπει από όλο το πόνημά σου και που σαφέστατα το καθιστά απολύτως μεροληπτικό).
    Αλλά παραξενεύομαι με την μονομανία στην εφαρμογή του νόμου (που προφανέστατα δεν είναι λανθασμένη, αρκεί να μην είναι μονομανία) και δεν καυτηριάζονται επίσης ποτέ όλες οι διάχυτες ανοησίες που προβάλλονται από τα διάφορα μέσα, σε στυλ διαφημίσεων ή και έργων, που όπως και να το κάνεις συμμετέχουν στην παίδευση των πολιτών.
    Είναι απόλυτα προφανές πως οι πολίτες πρέπει να σέβονται τους νόμους, όμως είναι απόλυτα προφανές, αν και συστηματικά αμελείται από τους σύγχρονους «αναλυτές», ότι ο νόμος γίνεται σεβαστός είτε επειδή επιβάλλεται τυρρηνικά, είτε επειδή οι πολίτες τον έχουν κατανοήσει και αποδεχτεί ως κομμάτι της συμμετοχής τους στο κοινωνικό σύνολο.
    Είναι πολύ καλύτερα να δρούμε ανασταλτικά (κάτι που επιμελώς απορρίπτεις ή απλά αγνοείς διαρκώς), παρά απλά να προσπαθούμε να στραγγαλίζουμε τα αποτελέσματα κατασταλτικά. Στην τελική, η αστυνόμευση δουλεύει μόνο όταν έχεις να αστυνομεύσεις μια ατίθαση μειοψηφία του πληθυσμού.
    [Είναι επίσης προφανές ότι δηλώνω απερίφραστα εκνευρισμένος με μια μεγάλη μερίδα των ελλήνων οδηγών]

    Reply
    • Πράγματι, δεν ήθελα ρε παιδιά να σταθμεύσω στο πεζοδρόμιο, οι διαφημίσεις με έκαναν.

      Reply

Leave a Comment