Το Ιδεοδικείο του Στρασβουργου VIII: η ανισότης των γενοκτονιών

Ότι δεν μπορώ να βρω πολλά κοινά μεταξύ των υποστηρικτών της εγκληματοποίησης της άρνησης μιας γενοκτονίας και εμού, πλην του ότι είμαστε όλοι μας δίποδες άπτεροι, είναι σαφές. Στην τελική, ο σεβασμός ή η περιφρόνηση προς την ελευθερία της έκφρασης κάποιου, όσο ζάβλαξ και να είναι αυτός, ανάγεται σε ένα αποφασιοκρατικό σημείο, μη προσβάσιμο σε νομικά ή λογικά επιχειρήματα. Αποδέχομαι το γεγονός ότι ζουν ανάμεσά μας άνθρωποι που υποστηρίζουν τέτοιου είδους απαγορεύσεις, διώξεις, φυλακίσεις. Τι να κάνουμε.

[Για την άρνηση της γενοκτονίας και γιατί δεν συμβαδίζει στο ελάχιστο με τον νομικό μας πολιτισμό η εγκληματοποίησή της έχω επιχειρηματολογήσει εκτενέστατα εδώ.]

Ακόμη όμως και ένας νεομισαλλόδοξος πρέπει να (μπορή να) είναι συνεπής με την νεομισαλλοδοξία του. Αποτελεί στοιχειώδη προϋπόθεση πνευματικής εντιμότητας.

Ωστόσο, στην υπόθεση Perinçek κατά Ελβετίας (Δεκ 13) κρίθηκε ότι παραβιάζει το άρ. 10 της ΕΔΔΑ περί ελεύθερης έκφρασης η καταδίκη ενός Τούρκου κομμουνιστή, προέδρου του τουρκικού Εργατικού Κόμματος. Ο αιτών χαρακτήρισε ως “διεθνές ψεύδος” (“mensonge international”) την αρμενική γενοκτονία σε τρεις ξεχωριστές περιπτώσεις, πράγμα που ωδήγησε στην καταδίκη του για ένα νεομισαλλόδοξο πράγμα που υπάρχει στο ελβετικό ποινικό δίκαιο και λέγεται “φυλετική διάκριση” (“discrimination raciale“).

Ειδικώτερα, το κατά Περιντσέκο “ψέμα” δεν ήταν οι θάνατοι καθ’ αυτούς, αλλά ο χαρακτηρισμός τους ως “γενοκτονίας”.

Το επίμαχο άρ. 261 δις του ελβΠΚ προβλέπει ειδικώτερα τα εξής:

Celui qui, publiquement, aura incité à la haine ou à la discrimination envers une personne ou un groupe de personnes en raison de leur appartenance raciale, ethnique ou religieuse;
celui qui, publiquement, aura propagé une idéologie visant à rabaisser ou à dénigrer de façon systématique les membres d’une race, d’une ethnie ou d’une religion;
celui qui, dans le même dessein, aura organisé ou encouragé des actions de propagande ou y aura pris part;
celui qui aura publiquement, par la parole, l’écriture, l’image, le geste, par des voies de fait ou de toute autre manière, abaissé ou discriminé d’une façon qui porte atteinte à la dignité humaine une personne ou un groupe de personnes en raison de leur race, de leur appartenance ethnique ou de leur religion ou qui, pour la même raison, niera, minimisera grossièrement ou cherchera à justifier un génocide ou d’autres crimes contre l’humanité; celui qui aura refusé à une personne ou à un groupe de personnes, en raison de leur appartenance raciale, ethnique ou religieuse, une prestation destinée à l’usage public, sera puni d’une peine privative de liberté de trois ans au plus ou d’une peine pécuniaire.

Ο αιτών προσέφυγε σε ανώτερα δικαστήρια, αλλά, προφανώς, το έχασε. Το ελβετικό ομοσπονδιακό Ακυρωτικό μάλιστα απεφάνθη, με παραπομπές σε ερμηνευτικά έργα, ότι (παρ. 13)

le génocide arménien constitue l’un des exemples présentés comme « classiques » dans la littérature générale consacrée au droit pénal international, respectivement à la recherche sur les génocides.

Υπόψιν ότι η Ελβετία αναγνωρίζει την αρμενική γενοκτονία από το 2003 με σχετική απόφαση του Κοινοβουλίου της, που έχει ως εξής:

Le Conseil national reconnaît le génocide des Arméniens de 1915. Il demande au Conseil fédéral d’en prendre acte et de transmettre sa position par les voies diplomatiques usuelles.

Πράγμα που δεν αφορά βέβαια τον αιτούντα, ο οποίος

il ne changerait jamais de position, même si une commission neutre affirmait un jour que le génocide des Arméniens a bel et bien existé.

Doğu Perinçek: Ου με πείσεις, καν με πείσης.
Doğu Perinçek: Ου με πείσεις, καν με πείσης.

Πρόκειται συνεπώς για μια τυπική υπόθεση εφαρμογής της νεομισαλλόδοξης νομοθεσίας, εκείνης δηλαδή που το Ιδεοδικείο έχει εγκρίνει και επιδοκιμάσει ξανά και ξανά και ξανά (βλ. και εδώ και εδώ για τον δικό μου σχολιασμό). Αναμενόμενο άρα και το αποτέλεσμα της υπόθεσης. Σωστά;

Κιόμως, όχι.

Το ευρωπαϊκό δικαστήριο παρενέβη αποφασιστικά υπέρ της ελευθερίας έκφρασης, όχι βέβαια υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης όλων των πολιτών να αρνούνται οποιαδήποτε γενοκτονία, Θεός φυλάξοι, αλλά υπέρ της ελευθερίας έκφρασης των Τούρκων εθνικιστών να αρνούνται την γενοκτονία των Αρμενίων.

Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι ο αιτών εξέφερε άποψη ιστορική, νομική και πολιτική, ως αναγνωρισμένος ιστορικός και συγγραφέας, και άρα το περιθώριο εκτίμησης της Ελβετίας ήταν περιωρισμένο (παρ. 112). Πολύ ωραία σκέψη, με την οποία συμφωνώ, δεν μπορώ παρά να θυμηθώ όμως όλη την αερολογία του 2009 σχετικά με το αν ο Πλεύρης είναι ιστορικός και συγγραφέας. Ας είναι.

Συνεχίζοντας, το δικαστήριο αρχίζει τα σφάλματα, πρώτα τα μικρά. Έτσι, σχολιάζει ότι δεν υπάρχει ομοφωνία της επιστημονικής κοινότητας ως προς την αναγνώριση της αρμενικής γενοκτονίας, ενώ μόνο μια 20άδα κράτη την έχουν αναγνωρίσει. Ακόμα και εκεί, λέει το δικαστήριο, “la reconnaissance ne vient même pas du gouvernement de ces États, mais seulement de leur parlement“! (παρ. 115).

Αυτό είναι το δημοκρατικό ήθος του ΕΔΔΑ. Οι κυβερνήσεις είναι ανώτερες από τα κοινοβούλια που τις νομιμοποιούν: σημασία δεν έχει τι λένε “μόνο” τα κοινοβούλια, εκείνο που μετράει είναι τι λένε οι κοινοβουλευτικές κυβερνήσεις.

Και ακόλουθεί η κατάπτυστη παρ. 117 της απόφασης, με σκέψεις that will live in infamy:

En tout état de cause, il est même douteux qu’il puisse y avoir un « consensus général », en particulier scientifique, sur des événements tels que ceux qui sont en cause ici, étant donné que la recherche historique est par définition controversée et discutable et ne se prête guère à des conclusions définitives ou à des vérités objectives et absolues (voir, dans ce sens, l’arrêt no 235/2007 du Tribunal constitutionnel espagnol, paragraphes 38-40 ci-dessus). A cet égard, la présente espèce se distingue clairement des affaires qui portaient sur la négation des crimes de l’Holocauste (voir, par exemple, l’affaire Robert Faurisson c. France, tranchée par le Comité des droits de l’homme des Nations Unies le 8 novembre 1996, Communication no 550/1993, doc. CCPR/C/58/D/550/1993 (1996)). Premièrement, les requérants dans ces affaires avaient non pas contesté la simple qualification juridique d’un crime, mais nié des faits historiques, parfois très concrets, par exemple l’existence des chambres à gaz. Deuxièmement, les condamnations pour les crimes commis par le régime nazi, dont ces personnes niaient l’existence, avaient une base juridique claire, à savoir l’article 6, alinéa c), du Statut du Tribunal militaire international (de Nuremberg), annexé à l’Accord de Londres du 8 août 1945 (paragraphe 19 ci-dessus). Troisièmement, les faits historiques remis en cause par les intéressés avaient été jugés clairement établis par une juridiction internationale.

Εδώ παρατηρούμε δύο πράγματα:

Κατά πρώτον, το δικαστήριο τελεί εν πλήρει και προφανεί αγνοία (και δεν είναι και η πρώτη φορά). Αγνοεί εμφανώς ότι η εξειδικευμένη στο αντικείμενο επιστημονική κοινότητα των ιστορικών ερευνητών των γενοκτονιών, όπως αντιπροσωπεύεται από το συλλογικό τους επιστημονικό όργανο, έχει αποφανθή εδώ και χρόνια υπέρ του χαρακτηρισμού των επίμαχων γεγονότων ως γενοκτονίας. Οπότε, ναι, δεν ομοφωνούν οι πάντες, ασφαλώς έχουν επιφυλάξεις επιφανείς ιστορικοί όπως ο Ντογού ο Πέριντζεκ, ο Γουίδος ο Ραϊμόνδης και ο Μπάμπης ο Σουγιάς, αλλά το παρόν στάδιο της επιστημονικής έρευνας, λυπούμαι πολύ, έχει καταλήξει σε συγκεκριμένα πορίσματα. Τα οποία το δικάσαν δικαστήριο αγνοεί.

Ιδεοδίκης Ραϊμόνδης ο Ανισογενοκτόνος.
Ραϊμόνδης ο Ανισογενοκτόνος.

Κατά δεύτερον, το δικαστήριο επιχειρεί απελπισμένα να διακρίνη την γενοκτονία των Αρμενίων (και άλλες γενοκτονίες) από την γενοκτονία των Εβραίων (και άλλες γενοκτονίες), προκειμένου να θεμελιώση το προσβλητικό ιδεολόγημα της ανισότητας των γενοκτονιών. Επί τω τέλει αυτώ προσάγει τρεις σκέψεις, που είναι κατ’ ουσίαν δύο:

Το πρώτο σημείο διαφοροποίησης υποτίθεται ότι είναι ότι στην περίπτωση της Σοάς αμφισβητείται αυτή ταύτη η μαζική δολοφονία ως πραγματικό γεγονός και όχι η νομική της αξιολόγηση. Με άλλα λόγια, ότι απαγόρευση μπορεί να υπάρξη μόνο εκεί που χωρεί και αληθοτιμή, ενώ αντιθέτως de genocidiis non disputandum. Το επιχείρημα αυτό είναι πραγματολογικά εσφαλμένο και προς τις δύο κατευθύνσεις: πρώτον, επειδή έχουν υπάρξει περιπτώσεις καταδικών για την Σοά όπου η επίμαχη έκφραση ήταν π.χ. αν οι θάλαμοι αερίων ήταν “λεπτομέρεια” ή όχι, άρα ετίθετο ζήτημα όχι άρνησης, αλλά αξιολόγησης. Δεύτερον, επειδή φυσικά και αμφισβητούνται πλήρως τα πραγματικά γεγονότα εκ μέρους των Τούρκων εθνικιστών και των διεθνών συνοδοιπόρων τους (πράγμα που, τι έκπληξη!, επίσης αγνοεί το δικαστήριο). Το κυριώτερο όμως είναι ότι το επιχείρημα είναι αλυσιτελές: σημαίνει ότι καμία διάκριση μεταξύ γενοκτονιών δεν υπάρχει στις περιπτώσεις εκείνες, όπου αμφισβητούνται ευθέως και τα ίδια τα πραγματικά περιστατικά. Σαν του Τούρκου διπλωμάτη που παρέθεσα καληώρα.

Το δεύτερο σημείο διαφοροποίησης είναι ακόμη χειρότερο του πρώτου. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι γενοκτονίες είναι όσες έχουν μια σαφή νομική βάση (“base juridique claire”) ή έχουν αναγνωριστή από κάποια διεθνή δικαστική αρχή (“avaient été jugés clairement établis par une juridiction internationale”). Να το δούμε λίγο και αυτό.

Σαφής νομική βάση είναι προφανώς και το άρ. 261 δις του ελβΠΚ! (διαφορετικά θα έπασχε η επιβληθείσα κύρωση ως προς τη νομιμότητά της ούτως ή άλλως) Αλλά εδώ το δικαστήριο εννοεί μάλλον κάτι άλλο: δεν αρκεί η ύπαρξη νόμου που να απαγορεύη την άρνηση της γενοκτονίας, αλλά ο νόμος αυτός πρέπει να κατονομάζη την συγκεκριμένη γενοκτονία με το όνομά της. Σαν να λέμε, δεν αρκεί να απαγορεύεται η ανθρωποκτονία ετέρου, αλλά πρέπει να απαγορεύεται η ανθρωποκτονία του Αθανασίου. Αλλά η δεύτερη απαγόρευση συμπεριλαμβάνεται στην πρώτη, αγαπητοί νεομισαλλόδοξοι ανισογενοκτόνοι! Ειδικά μάλιστα στην Ελβετία, όπου η αρμενική γενοκτονία είχε από ετών αναγνωριστή με απόφαση της Βουλής. Ποια άλλη νομική βάση απαιτείται, ωγαθοί;

Αναγνώριση από διεθνή δικαστική αρχή δεν υπάρχει φυσικά εν προκειμένω, ακόμα τουλάχιστον. Επειδή το συγκεκριμένο προαπαιτούμενο είναι υπαλλακτικό και όχι σωρευτικό, αυτό δεν βλάπτει. Αλλά και αναγκαίος όρος να ήταν, θα ήταν ορθός;

Καταρχάς, γιατί πρέπει τάχα η αναγνώριση να προέρχεται από “δικαστική” αρχή; Αφού το Ιδεοδικείο μάς υπονόησε ότι οι αναγνωρίσεις των Κοινοβουλίων είναι δευτερότριτες σε σχέση με τις απόψεις των Κυβερνήσεων που λογοδοτούν σε αυτά, τώρα υπερθεματίζει υπέρ της δικαστικής λειτουργίας. Μόνο η δημοκρατικά εκπεφρασμένη άποψη των πολιτών μέσω των βουλευτών τους τελικά φαίνεται να μην αποτελή επαρκή “νομική βάση” για το Ιδεοδικείο.

Ακολούθως, τι αξία έχει μια τέτοια αναγνώριση; Από πού και ως πού δεσμεύεται ένας εθνικός δικαστής ως προς την αξιολόγηση των πραγματικών περιστατικών που έκανε ένας διεθνής; Περιορίζεται τάχα έτσι η ανεξαρτησία του; Υπάρχει προδεδικασμένο; Όχι βέβαια. Η λειτουργική ανεξαρτησία των δικαστών, και κατ’ αυτήν την αναφορά, αποτελεί εχέγγυο της ευδικίας.

Ακόμη, για να αντιληφθούμε το παράλογο της σκέψης του Ιδεοδικείου, ας μεταφέρουμε την απαίτηση σε ένα άλλο έγκλημα, απολύτως συναφές, ήτοι στον εγκωμιασμό κακουργήματος του άρ. 185 ΠΚ. Έστω λοιπόν ότι έχουμε ένα Αρμένιο και ένα Εβραίο. Ο Αρμένιος ονομάζεται Αναστάς Ασλανιάν και δολοφονήθηκε το 1917 κάπου στην Ανατολία από ένα Τούρκο στο πλαίσιο αυτού που δεν είναι κατά το Ιδεοδικείο καθωσπρέπει ανεγνωρισμένη γενοκτονία. Ο Εβραίος ονομάζεται Χαΐμ Γκούτμαν και δολοφονήθηκε το 1943 κάπου στην Πολωνία από ένα Γερμανό στο πλαίσιο αυτού που είναι κατά το Ιδεοδικείο καθωσπρέπει ανεγνωρισμένη γενοκτονία. [Προσθήκη 08Ιαν14 13:48: το όνομα αυτό το έβαλα στην τύχη. Προκύπτει ότι υπήρξε ο άνθρωπος αυτός και δολοφονήθηκε το 1941 στην Ρουμανία. Προφανώς από τους Ρουμάνους φασίστες του Αντωνέσκου, με την στήριξη ευρέων αντισημιτικών στρωμάτων του λαού. Αιωνία του η μνήμη].

Το Ιδεοδικείο μάς υπαγορεύει ότι ο εγκωμιασμός του κακουργήματος που συνιστά η ανθρωποκτονία του Αναστάς Ασλανιάν δεν μπορεί να εκδικαστή ως τέτοιος, αν δεν μας αφήση πρώτα μια διεθνής δικαστική αρχή. Αλλά για την ακριβώς ίδια περίπτωση του Χαΐμ Γκούτμαν τέτοιο πρόβλημα δεν υπάρχει.

Τι σχέση έχουν όλα αυτά όμως με το όποιο έννομο αγαθό υποτίθεται ότι προστατεύει η απαγόρευση της άρνησης μιας γενοκτονίας; Η απάντηση είναι σαφής: απολύτως καμία. Πίσω από τις εκατοντάδες χιλιάδες και τα εκατομμύρια των γενοκτονημένων νεκρών υπάρχουν ονόματα όπως Αναστάς και Χαΐμ, μοναδικές προσωπικότητες και ανεπανάληπτες ζωές που τερματίστηκαν μέσα σε ανείπωτη αδικία και οδύνη. Το τι έχει δογματίσει σχετικά κάποιο γραφειοκρατικό όργανο είναι καταπληκτικά άσχετο. Δεν υπάρχει καμία κανονιστικώς κρίσιμη ανομοιότητα μεταξύ των δύο περιπτώσεων.

Υπάρχει ακόμα ένα επιχείρημα υπέρ της διάκρισης, που υπονοείται στην παρ. 119:

La Cour estime avoir démontré sous l’angle de la question de l’application de l’article 17 de la Convention que les propos du requérant n’étaient pas susceptibles d’inciter à la haine ou à la violence (paragraphes 51-54 ci-dessus). Par ailleurs, elle partage l’avis du gouvernement turc selon lequel la négation de l’Holocauste est aujourd’hui le moteur principal de l’antisémitisme. En effet, elle estime qu’il s’agit d’un phénomène qui est encore d’actualité et contre lequel la communauté internationale doit faire preuve de fermeté et de vigilance. On ne saurait affirmer que le rejet de la qualification juridique de « génocide » pour les événements tragiques intervenus en 1915 et dans les années suivantes puisse avoir les mêmes répercussions.

Ουσιαστικά το Ιδεοδικείο διατυπώνει την άποψη ότι ο εβραϊκός εξαιρετισμός δικαιολογείται από τον τρέχοντα αντισημιτισμό/ανθεβραϊσμό, ενώ αντίστοιχος αντιαρμενισμός δεν υπάρχει. [Ακριβώς με το ίδιο επιχείρημα θα μπορούσε ο εγκωμιασμός κακουργήματος να περιορίζεται στα κακουργήματα τα διαπραχθέντα εις βάρος μαύρων, γιατί αυτοί υφίστανται διακρίσεις και όχι οι λευκοί]. Καταρχάς, ο ίδιος ο αιτών είναι ένα καλό παράδειγμα σχετικά με το αν υπάρχει ή όχι αντιαρμενισμός στην Τουρκία. Κατά δεύτερον, η σκέψη αυτή έχει ένα ορθό πυρήνα, που αποτυπώνεται και στο άρ. 185 ΠΚ:

Όποιος εγκωμιάζει δημόσια και με οποιονδήποτε τρόπο διαπραχθέν κακούργημα και έτσι εκθέτει σε κίνδυνο τη δημόσια τάξη τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τριών ετών.

Εκείνο πού ήξερε ο Έλληνας νομοθέτης δυο γενιές πριν λοιπόν, ότι δηλαδή για να δημιουργήσης ένα έγκλημα γνώμης, τουλάχιστον απαιτείς κάποια συγκεκριμένη διακινδύνευση, για να κρατήσης κάποιος φιλελεύθερο πρόσχημα, αυτό αγνόησε ο Ελβετός νομοθέτης. Το προαπαιτούμενο αυτό όμως, που είναι το μη χείρον σε σχέση με την βέλτιστη λύση, ήτοι την απάλειψη τέτοιων ανελεύθερων διατάξεων, δεν έχει καμία σχέση με την εθνικότητα των γενοκτονημένων ή την παρούσα κατάσταση των συμπατριωτών τους. Συγκεκριμένος κίνδυνος της δημοσίας τάξεως ή όποιου άλλου φανταστικού ή πραγματικού εννόμου αγαθού μπορεί να παραχθή είτε εις βάρος των Αρμενίων είτε των Εβραίων.

[Όχι πως δεν υπάρχει βέβαια ανομοιότητα μεταξύ των δύο γενοκτονιών. Αλλά αυτή είναι άλλου είδους. Έχει σχέση με την πολιτική, όχι τα νομικά.]

Υπενθυμίζω εν προκειμένω ότι την ίδια ακριβώς γραμμή έσυρε πρώτο το γαλλικό Συνταγματικό Συμβούλιο με απόφασή του που είχα σχολιάσει. Εκεί δεν γινόταν λόγος ούτε συγκρίνονταν οι γενοκτονίες μεταξύ τους βέβαια, διαφαίνεται όμως γενικώτερα μια σαφής τάση εβραϊκού (και βοσνιακού, ρουαντικού, νοτιοσουδανικού;) εξαιρετισμού: όλες οι γενοκτονίες είναι ίσες, μερικές όμως ισαίτερες των άλλων.

Κατ’ αποτέλεσμα λοιπόν, συμφωνώ και επιδοκιμάζω την απόφαση. Κατά την αιτιολογία της όμως, πρόκειται για μια από τις χειρότερες αποφάσεις του Ιδεοδικείου.

"Les événements de 1915" κατά το Ιδεοδικείο. Πιο αποστειρωμένος πεθαίνεις.
“Les événements de 1915” κατά το Ιδεοδικείο. Πιο αποστειρωμένος πεθαίνεις.

Αλλά μην μου στενοχωριέστε και για τον Περιντσέκο. Από τον Αύγουστο 2013 είναι καταδικασμένος σε ισόβια για την εμπλοκή του στο σκάνδαλο της Εργενεκόνης. Ο καλός αυτός άνθρωπος.

3 thoughts on “Το Ιδεοδικείο του Στρασβουργου VIII: η ανισότης των γενοκτονιών”

  1. Στις 14 Ιανουαρίου 2014 δημοσιεύθηκε στα Νέα η άχρωμη και άοσμη εκδοχή του άρθρου αυτού:

    [Τρίτη άποψη] Γενοκτονίες δύο ταχυτήτων

    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) εξέδωσε προσφάτως μια πολύ ενδιαφέρουσα απόφαση, στην οποία δεν ασχολήθηκε μόνο με περίπλοκα προβλήματα ελευθερίας της έκφρασης, αλλά έθιξε, εκόν άκον, και ζητήματα ιστορίας και πολιτικής. Πιο συγκεκριμένα, η υπόθεση που κρίθηκε αφορούσε τον Ντογού Πέριντζεκ. Ο Πέριντζεκ, πρόεδρος του τουρκικού Εργατικού Κόμματος, ερωτηθείς κατά την διάρκεια περιοδείας του στην Ελβετία, περιέγραψε την αρμενική γενοκτονία ως «διεθνές ψέμα», αρνούμενος τον χαρακτηρισμό των δολοφονιών που τελέσθηκαν στην Ανατολία τη δεκαετία του 1910 ως γενοκτονία. Αυτό συνιστούσε παραβίαση του άρ. 261 του ελβετικού Ποινικού Κώδικα, το οποίο τιμωρεί όποιον αρνείται μια γενοκτονία. Αξιο παρατήρησης τυγχάνει επίσης ότι ο Πέριντζεκ δεν αμφισβήτησε τα γεγονότα καθεαυτά, δηλαδή τις μαζικές δολοφονίες των αρμενίων αμάχων, αρνήθηκε όμως ότι αυτές συνιστούσαν «γενοκτονία».
    Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει αναγνωρίσει τη συμβατότητα παρόμοιων ρυθμίσεων με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) στο παρελθόν, όπως π.χ. στις υποθέσεις Μαρέ κατά Γαλλίας και Γκαροντί κατά Γαλλίας. Εχει κρίνει δηλαδή ότι ακόμη και η απλή άρνηση μιας γενοκτονίας, συνήθως του εβραϊκού Ολοκαυτώματος, της Shoah, κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μπορεί να αποτελέσει ποινικό αδίκημα, διότι, κατά την άποψη πάντα του ΕΔΔΑ, δεν πρόκειται πλέον για προστατευόμενη ελεύθερη έκφραση, αλλά για προσβολή των δικαιωμάτων των άλλων.
    Η επιχειρηματολογία αυτή δεν είναι ασφαλώς αναντίλεκτη. Από το φιλελεύθερο στρατόπεδο αντιτείνεται ότι η προστασία της ελεύθερης έκφρασης αποτελεί δομικό στοιχείο κάθε δημοκρατικής κοινωνίας. Οτι η έντονη, ζωηρή, ακόμη και προκλητική πραγμάτευση του ιστορικού παρελθόντος αποτελεί έκφραση επιστημονικής ελευθερίας. Οτι ο σεβασμός στη μνήμη των δολοφονημένων νεκρών δεν επιτυγχάνεται με αστυνομικού τύπου μέτρα, που ηρωοποιούν κάποιους περιθωριακούς συγγραφείς (πρβλ. την ανεπιτυχή δίωξη Πλεύρη παρ’ ημίν). Οτι, σε τελευταία ανάλυση, η επιβολή ποινών φυλακίσεως για διατύπωση ιστορικών ή και ανιστορικών απόψεων συνιστά η ίδια τρανό παράδειγμα ανελευθερίας, δυσανεκτικότητας και ολοκληρωτισμού.

    Στην παρούσα περίπτωση ωστόσο το ΕΔΔΑ επέλεξε, με ψήφους 5-2, τη διαφοροποίηση από την προηγούμενη συντηρητική νομολογία του. Η διαφοροποίηση αυτή όμως δεν εδράζεται σε μια νέα αποτίμηση της αξίας της ελευθερίας της έκφρασης εντός μιας εύτακτης δημοκρατικής πολιτείας, όπως θα ήλπιζε κανείς. Αντιθέτως, το δικαστήριο, αντί να ανοιχτεί σε μια πιο φιλελεύθερη προσέγγιση της ελευθερίας του λόγου, στα πρότυπα ενδεχομένως και του αμερικανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου, προτίμησε να διαχωρίσει τοις πράγμασι τις γενοκτονίες σε δυο κατηγορίες: σε όσες επιτρέπεται να προστατεύονται ποινικά και σε όσες όχι. Καταρχάς, το δικαστήριο αρνείται το ίδιο να μιλήσει για γενοκτονία, περιοριζόμενο στη στεγνή περιγραφή «τα γεγονότα του 1915». Διαγιγνώσκει μάλιστα ότι δεν υπάρχει σχετικώς επιστημονική συναίνεση, σε αντίθεση με την εβραϊκή περίπτωση. Εκεί, ισχυρίζεται το δικαστήριο, υπάρχει «σαφής νομική βάση», ενώ τα σχετικά ιστορικά γεγονότα έχουν κριθεί «από διεθνή δικαστική Αρχή». Τέλος, στην εβραϊκή περίπτωση υφίσταται σαφής αντισημιτισμός, που πρέπει να αντιμετωπιστεί, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους Αρμενίους.
    Η αιτιολογία της απόφασης κρίνεται ανεπαρκής. Κατ’ αρχάς, και αυτό είναι πολύ λυπηρό, αγνοεί ότι η αρμενική γενοκτονία έχει αναγνωριστεί όχι μόνο από δεκάδες κράτη, αλλά και από τη Διεθνή Εταιρεία των Ερευνητών Γενοκτονιών (IAGS), ήδη από το 2007. Εξάλλου, με αυτήν τη θεώρηση ιστορικές τυχαιότητες και πολιτικές σκοπιμότητες κρίνουν τελικά την έκταση της ελευθερίας της έκφρασης κάθε πολίτη. Και αντίστροφα, η μνήμη κάθε γενοκτονημένου νεκρού προστατεύεται ανάλογα με το πότε έτυχε να δολοφονηθεί και αν οι διεθνείς συνθήκες ευνόησαν την ποινική δίωξη των υπαιτίων ή όχι. Τέλος, με το επιχείρημα του ΕΔΔΑ περί αντιμετωπίσεως του αντισημιτισμού θα μπορούσε να τιμωρείται ο εγκωμιασμός κακουργήματος μόνο για τα κακουργήματα τα διαπραχθέντα εις βάρος μαύρων, γιατί αυτοί υφίστανται φυλετικές διακρίσεις κατά κύριο λόγο και όχι οι λευκοί. Κάτι τέτοιο όμως μάλλον δεν θα το υποστήριζε ούτε το ίδιο το ΕΔΔΑ.
    Η απόφαση Πέριντζεκ αφήνει τελικά μια γλυκόπικρη γεύση. Ναι στην ελευθερία της έκφρασης, όχι όμως με αυτήν την αιτιολογία. Ολες οι γενοκτονίες είναι ίσες κατά τον λόγο που ίσοι κατά την αξίωσή τους στη συλλογική μνήμη είναι και οι νεκροί τους.

    Reply
  2. Διαβάστε και στο Φερφάσσουνγκσμπλογκ μια κριτική της απόφασης απολύτως παρόμοια με την δική μου:

    Armenian Genocide v. Holocaust in Strasbourg: Trivialisation in Comparison
    Do 13 Feb 2014 Uladzislau Belavusau

    At the end of 2013, the European Court of Human Rights delivered an impressively extensive judgement in the case Perinçek v. Switzerland. The condemnation of a Turkish politician for the denial of Armenian genocide by Swiss courts violated freedom of expression. Along with many human rights scholars, I would hardly shake hands with a Holocaust or an Armenian genocide denier. Yet I will be equally sceptical of courtrooms being appropriate sites to qualify historical truth. For a summary of that position, see my recent paper (“Historical Revisionism: Law, Politics, and Surrogate Mourning”). At first glance, the outcome of Perinçek is a victory for civil rights. Limiting historical discussion by criminal prosecution is clearly an anachronism in the 21st century. However, on a deeper reading, this decision reveals yet another judicial pitfall which substantially undermines its outcome for freedom of speech in Europe. This pitfall stems from a sort of legal hypocrisy embedded in the Court’s distinction between the Holocaust and other mass atrocities of the 20th century.

    The Matter

    During his 2005 visit to Switzerland, a Turkish politician Dr. Doğu Perinçek gave several public speeches alleging conspiracies against Turks and an “international lie” about Armenian genocide. According to Perinçek, the scope and nature of atrocities against Armenians in the Ottoman Empire cannot be deemed genocide. Swiss courts found Perinçek guilty of the criminal offence of genocide denial.

    Together with two concurring opinions, the judgment in Strasbourg (currently available exclusively in French) consists of 80 pages. It offers a useful flashback on the Court’s engagement in multiple aspects of historical memory.

    While finding the criminal measure legitimate and partially necessary, the Court fosters a lower margin of appreciation for Swiss authorities. The Court emphasises the particular social significance of historical discussion and the absence of consensus on this issue. It even doubts if such a “general consensus” is possible. Most importantly, the Court establishes several distinctions between Holocaust deniers and Dr. Perinçek. (1) The applicant contested only a legal qualification of certain events, supposedly not denying historical facts. (2) In case of Holocaust deniers, a conviction for the Nazi crimes was explicitly prescribed in the Charter of the Military Tribunal in Nuremberg (1945). (3) The Holocaust is a fact that has been clearly established by international jurisdiction. (4) Holocaust denial is a primary engine of the powerful Anti-Semitism movements. Meanwhile the rejection of the genocidal character of the 1915 events cannot cause comparable consequences. (5) The Court cites the 2006 research conducted by the Swiss Institute of Comparative Law. The study revealed that of the 16 countries analysed only 2 had a general provision on genocide denial (i.e. broader than just Holocaust denial). (6) Furthermore, the Court extensively quotes constitutional decisions in Spain (2007) and France (2012) to affirm that the recent national jurisprudence rejects the broad criminalisation of genocide denials. (7) Finally, the Court rules that Switzerland failed to demonstrate that a social need for this measure is stronger than in other countries. Thus, the Swiss authorities extended the permissible limits of the margin of appreciation in violation of Article 10 of the ECHR.

    Three Fallacies

    I cannot but agree with the Court on two central findings. First, drafting history is indeed an enterprise where consensus is hardly possible. Therefore, it is worth transferring disputes about historical events from courts to discussions amongst scholars and civil society. Second, it is hard to see how the issue of Armenian genocide addresses a sufficient social need for criminal prosecution in Switzerland. The outcome of the case is a plausible victory for the freedom of academic expression.

    However, I equally doubt if this social need for state monopoly over historic discussion is higher in other liberal democracies. The Court creates a speculative distinction between the Holocaust and other 20th-century atrocities. There are three fundamental fallacies in this approach, which undermine judgement and provoke the stigmatization of Armenian communities worldwide.

    1) The Court distinguishes Dr. Perinçek (who supposedly insists on an alternative qualification of the events) from Holocaust revisionists (who deny the substantial facts of the Shoah). It is hard to see how Perinçek could have constructed his denial argument without re-qualifying the malicious intent of the state, the number of victims (1-1.5 millions), the role of the Ottoman imperialism, and methods of annihilation used on the Armenian population. Moreover, legal practice shows that discussion of history (the role of Atatürk, repressions against Armenians, Kurds, Assyrians, etc.) remains substantially censored in Turkey. Attacks by the state and by individuals on dissidents with alternative historical viewpoints remain common. The case of the Turkish-Armenian journalist, Hrant Dink (who extensively commented on the Armenian genocide) is truly emblematic here. Prosecuted for the absurd crime of denigrating Turkishness, he was assassinated in 2007. Three years later, the ECtHR ruled that Turkey violated Dink’s right to freedom of expression.

    In contrast, “Holocaust deniers” are not exclusively people who blatantly refute the existence of Jewish victims. Holocaust revisionists include those who question the number of victims, the methods of annihilation, the role of perpetrators, and those who suggest (despite all the abundant historical evidence) that Nazi governments did not have intent of complete annihilation of the Jews. On a closer comparison, both issues (Auschwitzlüge and the Armenian genocide) are a matter of qualification.

    2) The Court suggests that unlike the Armenian genocide, the Holocaust is an internationally recognised crime. The Court forgets to mention that the Holocaust (unlike many other atrocities) ranks amongst the few endowed with specific “legal” recognition. Judges Vučinić & Pinto De Albuquerque end their powerful dissenting opinion by citing Raphael Lemkin, a lawyer who coined the term of genocide. It was, in fact, the Armenian tragedy that initially inspired Lemkin’s ideas. He considered the League of Nation’s ignorance of Armenian massacre truly shameful. The 1945 Nuremberg Statute (mentioned by the Court as clear grounds to prosecute Nazis) did not precede the crime of the Holocaust. Likewise, Lemkin’s term “genocide” entered international vocabulary only by virtue of the 1948 Genocide Convention. Apart from the Holocaust, neither the Roma genocide (approximately 300,000 people), nor persecution of gays, nor any other mass annihilation conducted by the Nazis received a comparable legal acknowledgement. The Court ignores a simple fact that all genocides are a matter of contested recognition.

    3) This judgement constructs the Holocaust as a mega-genocide to which all else pales by comparison. The Holocaust becomes a universal unit of measurement. It is unclear whether Armenian massacre stands as 0.5 or 0.8 of that unit. One can trace this meta-crime approach in the recent cases in Strasbourg. In Hoffer & Annen v. Germany [2011], applicants were prosecuted for anti-abortion leaflets comparing the “Babycaust” to the Holocaust. In PETA v. Germany [2012], the animals rights association was defending its artistic campaign (“the Holocaust on your plate”), where pictures of animals in stocks were contrasted with images of inmates in concentration camps. In both cases, the Court (rather erroneously) found no violation of freedom of expression, fostering an incredibly broad margin of appreciation for Germany. It remains unclear how those two instances reflect a deep social need. In Perinçek, the Court even says that the denial of the Armenian genocide is incapable of producing effects similar to the danger of Anti-Semitism. With this statement the Court ignores extreme sensitivity to this issue on the part of both the Armenian communities in Diaspora (referring to the events as Mets Yegherrn, literally “Great Crime”) and state propaganda in Turkey and Azerbaijan (after territorial conflict with Armenia). Placing Armenian genocide into the second class of “contested massacres”, the Court overlooks the sufferings of hundreds of thousands of Armenian people murdered and tortured in the “death march” to the desert in Syria, deported, raped, poisoned and burned alive during and after World War I.

    In this respect, the concurring opinion of Judges Raimondi & Sajó provides an extensive disclaimer for Armenians (explaining the difficult position of the Court). Yet the only true difficulty is the trap into which the Court had cornered itself in its previous Holocaust cases. While privileging the Shoah as a meta-crime, it is practically impossible to justify the difference with comparable atrocities. Meanwhile, the Holocaust distinction gives the Turkish government a green light for fostering xenophobic, Turkic-centric identity. It hardly makes reconciliation of Armenians with Turks any easier. It diminishes and degrades historical accounts of Western Armenians indispensable for the history of the Middle East and the Caucasus. Finally, it gives further impetus for the hysteria about a Jewish conspiracy by Anti-Semites of all kinds.

    The decision to move the qualification of Armenian genocide away from state monopoly and leave it to historians and civil society should be wholeheartedly welcome. However, the Court’s continuous misleading approach (distinguishing the Holocaust from other fairly comparable atrocities) substantially undermines the judgement in Perinçek. It essentially trivialises the sufferings of a million Armenians in the Ottoman Empire and projects a flimsy judicial iconography with the Holocaust rising over other “second-class” evils.

    Reply

Leave a Comment