Ορθογραφικές ανησυχίες είχα πάντα μου, άλλο που τις καταπιέζω. Καιρός όμως να τις εξαπολύσω στην ιστολογοσύνη, με αφορμή κάτι που είχα σχολιάσει παλιά στου Σαραντάκου.
Το θέμα μου είναι καυτό σαν παραλία με βότσαλα στις 3 το απομεσήμερο: πώς ορθογραφείται το τσ*ρ*το;
Αυτό τέλος πάντων:
Το ζήτημα που υποκρύπτεται είναι φυσικά εκείνο της ιστορικής ορθογραφίας. Για την ακρίβεια του ποσού της ιστορικής ορθογραφίας: πόση ιστορική ορθογραφία λοιπόν, το φουλ βέρζιο ή μήπως ιστορική ορθογραφία με ολίγη;
Το πρόβλημα δημιουργήθηκε εν προκειμένω από το Λεξικό Μπαμπινιώτη, το οποίο, στο συγκεκριμένο θέμα, έκανε το μεγάλο σφάλμα να πη την επιστημονική αλήθεια: ότι το τσιρότο προέρχεται από το κηρωτόν, άρα το ιστορικό έτυμο υποδεικνύει την lectio difficilior με η και με ω.
Πάντα όταν μια επιστημονική αλήθεια έρχεται να ανατρέψη μια προηγούμενη τέως αλήθεια και ήδη πλάνη, πολλοί άνθρωποι δυσανασχετούν. Κάποτε, η Γη ήταν επίπεδη, εκ σημείου εκτός ευθείας συρόταν μόνο μία παράλληλος και η βαρύτητα δεν στρέβλωνε το φως. Αλλά αυτά τελείωσαν. Δεν υπάρχει υπερετυμολόγηση ή υπετυμολόγηση, υπάρχει απλώς ετυμόλογηση.
Η ορθογραφία βέβαια δεν προσομοιάζει προς τις φυσικές επιστήμες, κάθε άλλο. Επιπλέον, εδώ είχαμε μια μακρά ιστορία δεκαετιών, ίσως ίσως και αιώνων, στους οποίους το τσηρώτο γραφόταν τσιρότο. Δεν είναι τάχα και το οπτικό ίνδαλμα της ορθογραφίας, η συνήθεια της γλωσσικής κοινότητας, ένας συνυπολογιστέος παράγοντας;
Επιχειρηματολογώ πως, μπα, όχι ιδιαίτερα.
Πρώτη ερώτηση: αυτός που πρώτος έγραψε τσιρότο το έγραψε ενσυνείδητα και ετυμολογημένα ή απλώς έγραψε στην τύχη το απλούστερο; Αν το δεύτερο, υπάρχει κανένας σοβαρός λόγος να σεβαστούμε την ιστορική τυχαιότητα; Την οκνηρία του; Την άγνοιά του;
Δεύτερη ερώτηση: πόσο λευκασμένη πρέπει να είναι η κεφαλή του οπτικού ινδάλματος για να το σεβαστούμε; Να είναι έτη, δεκαετίες ή αιώνες παλιό; Και αν δεν μπορούμε με ακρίβεια να το χρονολογήσουμε;
Ειδικά για το τσηρώτο, δεν υπάρχει ρε παιδιά γλωσσική συνήθεια, για τον απλούστατο λόγο ότι το τσηρώτο είναι μια σπανιώτατη λέξη στον γραπτό λόγο. Επιχωριάζει κυρίως στον προφορικό, σε δε γραπτό την βλέπουμε σπάνια, ενώ σήμερα πρέπει να είναι η δεύτερη φορά, όλη κι όλη, στην ζωή μου που την έγραψα. Ειδικά για το τσηρώτο λοιπόν, οπτικό ίνδαλμα δεν υπάρχει, όπως και να το κάνουμε.
Ας δούμε όμως και ένα άλλο παράδειγμα, αυτό του διδύμου κυττάζω-κοιτάζω.
Είχε κάποτε ετυμολογηθή λοιπόν το κοιτάζω από το κύπτω-κυπτάζω, άρα γράφτηκε κυττάζω. Η γραφή αυτή ήταν η πλέον διαδεδομένη όλο τον 19ο αιώνα ας πούμε. Κάποια στιγμή, οι ετυμολόγοι έκριναν ως ορθότερη την ετυμολογία εκ του κοίτη-κοιτάζω, εισηγήθηκαν και επέβαλαν την αλλαγή της ορθογραφίας σε κοιτάζω. Της ορθογραφίας μιας κοινότατης λέξης, που κάθε εγγράμματος άνθρωπος είχε γράψει και είχε διαβάσει εκατοντάδες φορές.
Πρώτα δηλαδή έγραψε ο κυττάζος και όταν μετά μερικές δεκαετίες εμφανίστηκε ο κοιτάζος, συνασπίστηκαν όλοι οι κυττάζοι και τον μάλωσαν, επειδή κατέστρεφε την παγιωμένη ορθογραφία, το ορθογραφικό ίνδαλμα και όλα αυτά. Του έλεγαν μάλιστα ότι “δεν έχει καμιά σημασία που το δικό σου είναι πιο καλά ετυμολογημένο, φεύγα, εμείς ήρθαμε πρώτοι λέμε!”.
Αν τους άκουγε όμως ο κοιτάζος, τώρα θα είχαμε μόνο τους κυττάζους, έτσι δε είναι; Παρομοίως και για τους τσιρότους λοιπόν.
Δεν μπορεί τέλος πάντων να είναι επιστημονικός παράγοντας το γεγονός ότι κάποιος δεν μπορεί να προσαρμόση την ορθογραφική εικόνα που έχει από τα μικράτα του με την ορθογραφική αλλαγή που μεσολάβησε, βασισμένη στην ετυμολογία, επειδή αλλάζει συνήθειες ή ό,τι άλλο.
Μπορώ πάντως να καταλάβω γιατί μια λέξη σαν το κυττάζω-κοιτάζω θα μπορούσε να προκαλέση πάθη: είναι μια λέξη που βλέπουμε συχνά. Εκτός αυτού, είναι μια λέξη του βασικού λεξιλογίου, μια λέξη, είμαι βέβαιος, που για λίγο δεν μπήκε στον κατάλογο του Σβαδέσου. Εκτός όμως από την συχνότητα, που πέραν της σημασίας της λέξης συνδέεται άμεσα και με την ταυτότητα των ομιλητών, αισθάνεται δηλαδή κάποιος ότι αλλάζει κάτι πολύ οικείο, κάτι δικό του, ότι ίσως αλλάζει και ο ίδιος μαζί με την παιδική του ορθογραφία, σημασία έχει ασφαλώς και το γλωσσικό επίπεδο. Θα ανέμενα πολύ μεγαλύτερη αντίδραση στην αλλαγή ορθογράφησης μιας λέξης του λογίου επιπέδου, παρά το τσηρώτο, που τέτοιες δόξες ποτέ δεν τις είχε ζήσει.
Άρα συνοψίζω ως εξής τους δικούς μου προσωπικούς κανόνες ιστορικής (αν)ορθογράφησης, βάσει των οποίων κρίνω ότι πότε με νοιάζει η ορθογραφία, πότε δημιουργείται μια έντονη αντίδραση σε ορθογραφική αλλαγή, πότε εξάπτονται τα πάθη και πότε γεννιούνται οι μεγάλοι έρωτες:
α. σημασία λέξης, κεντρικότητα στο λεξιλόγιο δηλαδή: Το αβγό και το αφτί είναι στοιχειώδες λεξιλόγιο, το ρημαδοτσηρώτο γράψτε το όπως θέλετε.
β. συναισθηματική και προσωπική ταύτιση με την ορθογραφία: Διδάχτηκα το ξύδι, το τσηρώτο ποτέ δεν το είδα γραμμένο ούτε το έγραψα.
γ. γλωσσικό επίπεδο: σοβαρές λέξεις έναντι ταπεινών και καταφρονεμένων λέξεων. Τι μας κόφτει τώρα το τσηρώτο!
[πληροί λοιπόν το τσηρώτο και τα τρία κριτήρια να μην μας νοιάζη ιδιαίτερα πώς γράφεται]
Παρά ταύτα, επιμένω:
Τσηρώτο, τσηρώτο, τσηρώτο!
αν σταματησουν να λενε την Μπαρσα αυτο το κακοηχο ΜπαρΤΣελονα (σιγουρα αποτελεσμα αγνοιας), ας συζητησουμε και το τσιροτο, εμ συγγνωμη, τσηρωτο :)
Από τη στιγμή που ήρθε ως αντιδάνειο, μέσω της ιταλικής,άποψη μου,δεν υπάρχει λόγος να γραφεί με “η” και “ω” , με την εννοια οτι δεν δικαιολογειται. Ο κ. Μπαμπινιώτης επιδιώκει να συνδέει απευθείας τις λέξεις με την αρχαία/μεσαιωνική ελληνική γλωσσα δίχως να λαμβάνει υπόψη το ταξίδι που κάνουν. Κάτι ανάλογο συμβαίνει με το “στυλ”, που μας ηρθε μεσω της γαλλικής (οπότε απλοποιείς στο πιο απλο απο τη στιγμή που είναι ξένη λέξη). Εαν θέλουμε να την συνδέσουμε τη λέξη αυτή με την αρχαία ελληνική τότε ορθώς την γράφουμε “στυλ” (απο τον στυλο). Διαφορετική ορθογραφία σημαίνει διαφορετική ετυμολόγηση και ο καθένας μπορεί να έχει διαφορετική επιστημονική άποψη (τεκμηριωμένη βεβαία).Κατά την άποψη αρκετών γλωσσολόγων η ετυμολογία στο αξιέπαινο (ιδιώς σε ότι αφορά στις σημασίες των λέξεων) Λεξικό του κ.Μπαμπινιώτη πάσχει.
Κατερίνα, υποστηρίξιμη είναι και αυτή η άποψη, καίτοι διαφωνώ. Υπό τον όρο βέβαια ότι λόγω συνέπειας γράφεις και μοτοσικλέτα ή σινθεσάιζερ ας πούμε.
Συνέπεια και επιστημονικά τεκμηριωμένη εξήγηση πάνε μαζί.Η διαφωνία μεταξύ των γλωσσολόγων (και μη) είναι αναμενόμενη, άλλωστε ο καθένας θέλει να έχει άποψη επι της γλώσσας γενικότερα πόσο μάλλον οι μελετητές της και συγγραφείς γλωσσολογικών βιβλίων…Οπότε, άποψη μου, ο καθένας υιοθετεί την άποψη που θεωρεί ορθότερη για τα δικά του κριτήρια (ετυμολογικά, παγιωμένη χρήση απο τη γλωσσική κοινότητα κα). Εδώ σκοτώνονταν στους δρόμους για την ελληνική γλώσσα (γλωσσικό ζήτημα).