Η ελευθερία της έκφρασης ενώπιον του ΕΔΔΑ ΙV

Στο σημερινό επεισόδιο κάποιες αποφάσεις σχετικές με την περιύβριση αρχής και την προστασία της αυθεντίας της, την μισαλλοδοξία και την διέγερση μίσους, την πολιτική βία και την κομματική της έκφραση.

Στην υπόθεση Purcell και λοιποί κατά Ιρλανδίας (Απρ 1991) το ΕΔΔΑ επεκύρωσε την βρετανική λογοκρισία στην Β. Ιρλανδία. Οι αιτούντες δημοσιογράφοι στρέφονταν κατά μιας διάταξης, η οποία τους απαγόρευε να παίρνουν συνεντεύξεις από μέλη του Σινν Φέιν, να διαδίδουν τις απόψεις του, να μεταδίδουν τις ανακοινώσεις του, να ζητούν την άποψή του ακόμη και για θέματα περιβάλλοντος ή κοινωνικής πολιτικής και γενικά τους υποχρέωνε να αυτολογοκρίνωνται. Για το ξεκαρδιστικό του πράγματος σημειώνεται ότι το Σινν Φέιν ήταν ένα νόμιμο πολιτικό κόμμα, ενώ ο ΙRΑ, του οποίου αποτελούσε τον πολιτικό βραχίονα, ήταν φυσικά παράνομος (η κατάσταση αυτή ήταν απολύτως ανάλογη προς την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα το 1946: το ΚΚΕ ήταν νόμιμο, αλλά ο ΔΣΕ παράνομος. Πάντα στην πρωτοπορία η Ελλάς). Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν εξελέγη βουλευτής ο Τζέρρυ Άνταμς, οι αιτούντες δημοσιογράφοι υποχρεώθηκαν να μεταδώσουν τις δηλώσεις του ηττημένου ανθυποψηφίου του! Το ΕΔΔΑ λοιπόν ήρθε να επικυρώση την συγκεκριμένη πτυχή της βρετανικής εμφυλιοπολεμικής νομοθεσίας, με το πρωτοφανές επιχείρημα ότι μπορεί το Σινν Φέιν να μην είχε κηρυχθή παράνομο για προφανείς πολιτικούς λόγους, αλλά θα μπορούσε κάλλιστα να είναι! Αν δηλαδή δεν μας βολεύει η πραγματικότητα, τόσο το χειρότερο για αυτήν. Θεώρησε μάλιστα προφανώς αβάσιμη την προσφυγή, διότι υπερτερούσε, λέει, ο σκοπός της πάταξης του συμμοριτισμού της τρομοκρατίας. Κάπως έτσι ασφαλώς θα σκέφτονταν και οι δολοφόνοι του Πολκ, δημοσιογράφου και εκείνου, που θέλησε να συνεντευξιασθή την λάθος πλευρά σε ένα εμφύλιο.

Νόμιμο ξενόμιμο, θα το πατάξωμεν.

Στην υπόθεση Schöpfer κατά Ελβετίας (Μαι 1998), που κρίθηκε με ψήφους 7-2, αιτών ήταν ένας δικηγόρος, στον οποίο επεβλήθη πειθαρχική ποινή 500 ελβ. φράγκων, διότι σε συνέντευξη τύπου που παραχώρησε κατήγγειλε δημοσίως την συμπεριφορά των τοπικών δικαστικών αρχών, ιδίως δε χρησιμοποίησε την εξής φοβερή και τρομερή έκφραση: «εδώ και χρόνια παραβιάζονται σε ύψιστο βαθμό τόσο οι νόμοι της Λουκέρνης, όσο και τα ανθρώπινα δικαιώματα», αναφερόμενος στην σύλληψη ενός πελάτη του. Το ΕΔΔΑ επιδοκίμασε την πειθαρχική του καταδίκη, αποδίδοντας ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι ο αιτών πρώτα κατέφυγε στον Τύπο και ακολούθως στην Δικαιοσύνη [η οποία μάλιστα τον δικαίωσε: η σύλληψη ήταν πράγματι παράνομη]. Παρείδε βεβαίως ότι το δικαίωμα υπερασπίσεως του κατηγορουμένου ασκείται δικαστικώς και εξωδίκως, ότι ο αιτών είχε δίκαιο κατ’ ουσίαν και ότι εξέφρασε μια γενικώτερη αξιολογική κριτική εξ αφορμής ακριβώς μιας παραβίασης «των νόμων της Λουκέρνης και των ανθρωπίνων δικαιωμάτων». Με υψηλό το αισθημα της ποινικολογικής αλληλεγγύης, βρίσκω την απόφαση νομικώς απορριπτέα, καθότι νομικό απόρριμμα.

H υπόθεση Janowski κατά Πολωνίας (Ιαν 1999) κρίθηκε στην Διηυρυμένη Σύνθεση με ψήφους 12-5 (υπέρ της παραβίασης της ΕΣΔΑ ψήφισε ο Ροζάκης ο Καλυπτροθήρας). Ο αιτών επετίμησε δύο δημοτικούς αστυνομικούς που έκαναν παρατηρήσεις σε μικρεμπόρους του δρόμου, ζητώντας τους να αποχωρήσουν από μια πλατεία και να πάνε στην παρακείμενη αγορά. Πήρε το μέρος τους, ήταν και δημοσιογράφος, έγινε μια σχετική μανούρα και το αποτέλεσμα ήταν ότι καταδικάστηκε για εξύβριση, επειδή απεκάλεσε τους αστυνομικούς «ćwoki» and «głupki». Και επειδή ξέρω ότι κοιμόσασταν στο θρανίο όταν κάναμε πολωνικά στο σχολείο, σας αποκαλύπτω ότι αυτά σημαίνουν κάτι σαν «βλάκες» και «ανόητοι» [πάντως όχι «μπάτσοι, γουρούνια, δολοφόνοι»]. Το ΕΔΔΑ έκρινε ότι καλώς καταδικάσθηκε ο αιτών, υπογραμμίζοντας ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι πρέπει να ασκούν τα καθήκοντά τους υπό συνθήκες απηλλαγμένες από ανοίκεια αναταραχή. Ιδιαιτέρως τονίζεται στην απόφαση ότι η προσβολή έγινε σε δημόσιο χώρο, παρουσία τρίτων και κατά την εκτέλεση των καθηκόντων των αστυνομικών. Εμένα τώρα όλα αυτά μου θυμίζουν την μακαρίτισσα την περιύβριση αρχής του άρ. 181 ΠΚ, Θεός σχωρέσ’ την. Είμαι γνωστός μπατσόκαυλος, θυμάμαι πάντοτε ότι η επέμβαση ενός αυτόκλητου, καλόπιστου, πλην ανίδεου υπερασπιστή μπορεί να καταλήξη σε τραγικά αποτελέσματα, αλλά δεν θεωρώ ότι η κατ’ ουσίαν νεκρανάσταση της περιύβρισης αρχής συνιστά λύση. Για την ακρίβεια, η νεκρανάσταση μιας αντίληψης των σχέσεων του κράτους με τον πολίτη που εδράζεται στο απροϋπόθετο δέος και την αιδήμονα σιωπή. Αν ένιωθαν εξυβρισμένοι, ας υπέβαλλαν έγκληση οι αστυνομικοί, τα υπόλοιπα ήταν περιττά.

Στην υπόθεση Wingerter κατά Γερμανίας (Μαρ 2002) ένας δικηγόρος είχει τιμωρηθή από τον σύλλογό του με την πειθαρχική ποινή της προειδοποίησης, επειδή είχε εκφραστή υποτιμητικά για τους δικαστές και τους δικηγόρους του Μάννχαϊμ («οι δικαστές δεν τα καταφέρανε με την δυσκολία της υπόθεσης… οι δικηγόροι του Μάννχαϊμ δεν είναι και πολύ καλύτεροι από τους δικαστές»). Το ΕΔΔΑ έσπευσε να διασώση την τιμή των Γερμανών συναδέλφων του από αυτές τις απολύτως σύμφωνες με την πραγματικότητα που αντιμετώπισε ο αιτών παρατηρήσεις και τις οποίες είχε διατυπώσει σε δικόγραφο και δεν διέγνωσε καμία παραβίαση της ελευθερίας του λόγου στην πειθαρχική ποινή που του επεβλήθη. Μικρό και ελάχιστο το διακύβευμα της δίκης, αλλά εξ όνυχος τον λέοντα. Και κάποιοι δείχθηκαν στην απόφαση αυτή όχι λέοντες, αλλά αρουραίοι.

Προεπισκόπηση του Άουσβιτς.

Η υπόθεση Giniewski κατά Γαλλίας (Ιαν 2006) ήταν στην πραγματικότητα μια ορθή απόφαση, με την οποία συμφωνώ απολύτως κατ’ αποτέλεσμα. Την αναφέρω όμως εδώ για να δείξω το μέγεθος της ασυνέπειας και της υποκρισίας στην νομολογία του ΕΔΔΑ, αλλά και να διασκεδάσουμε όλοι με την μισαλλόδοξη γαλλική νομοθεσία. Εξηγούμαι: εις βάρος του αιτούντος (που θα μπορούσε να ονομάζεται και Πλεύρης), υπεβλήθη μήνυση από την Γενική Συμμαχία κατά του Ρατσισμού και υπέρ του Σεβασμού της Γαλλικής και της Χριστιανικής Ταυτότητας (AGRIF – που θα μπορούσε να ονομάζεται και ΕΠΣΕ), για παραβίαση του διαβόητου νόμου Γκεϋσσό (που θα μπορούσε να ονομάζεται και Ν. 927/1979). Το έγκλημα υποτίθεται ότι τελέστηκε με την δημοσίευση ενός άρθρου σε μια παρισινή εφημερίδα, όπου συζητείτο το ζήτημα της χριστιανικής ενοχής, ιδίως της Καθολικής Εκκλησίας, για το Ολοκαύτωμα (αλλά θέμα του θα μπορούσε να είναι και το ζήτημα της εβραϊκής ενοχής για την παγκόσμια κυριαρχία). Στο άρθρο αυτό περιεχόταν η εξής εγκληματική φράση: «Πολλοί Χριστιανοί έχουν αναγνωρίσει ότι ο αντιιουδαϊσμός της Αγίας Γραφής και το δόγμα της πλήρωσης (accomplissement) της Παλαιάς Διαθήκης στην Καινή ωδήγησε στον αντισημιτισμό και προετοίμασε το έδαφος επί του οποίου βλάστησε η ιδέα και η εκπλήρωση (accomplissement) του Άουσβιτς» (η χρησιμοποίηση του ίδιου όρου δεν έγινε ασφαλώς τυχαία από τον συγγραφέα). Το ΕΔΔΑ σχολίασε ότι τάχα δεν σχολιάζει αν η πολιτικώς ενάγουσα ΕΠΣΕ AGRIF αντιπροσωπεύει πράγματι όσους ισχυρίζεται ότι αντιπροσωπεύει ή αν εθίγη κάποιο συμφέρον της από το επίμαχο άρθρο. Επιπλέον, έκρινε ότι το άρθρο δεν αφορά τους Εβραίους Χριστιανούς ως σύνολο, αλλά μόνο ένα τμήμα τους, τους Εβραιοσιωνιστές τον Πάπα και μία εγκύκλιό του. Άλλωστε δεν είναι όλοι οι Χριστιανοί Καθολικοί (όπως δεν είναι όλοι οι Εβραίοι Εβραιοσιωνισταί). Το ΕΔΔΑ επικαλείται μάλιστα την ιδιότητα του συγγραφέως ως ιστορικού, ενώ αναφέρει ρητά ότι κάθε περιορισμός σε εκφράσεις λόγου (π.χ. «Εβραίοι: όλη η αλήθεια») που συνεισφέρουν στην συζήτηση σχετικά με τις πιθανές αιτίες που υπόκεινται της εξόντωσης των Εβραίων της Ευρώπης (π.χ. η θεωρία της πισώπλατης μαχαιριάς) πρέπει να ερμηνεύεται αυστηρά. Αν μη τι άλλο, είπε το ΕΔΔΑ, το άρθρο δεν διήγειρε έλλειψη σεβασμού ή μίσος: απλώς μια γενοκτονία προετοίμασαν συλλήβδην απαξάπαντες οι καθολικοί χριστιανοί, μην το κάνουμε θέμα τώρα. Αν ας πούμε κάποιος έγραφε ότι όλοι οι Εβραίοι ανεξαιρέτως προετοίμασαν μια γενοκτονία και καταδικαζόταν βάσει του Ν. 927/1979, είμαι απολύτως βέβαιος ότι το ΕΔΔΑ θα προσέτρεχε ευόρκως προς υπεράσπισίν του.

Σειρά τέλος να στηλιτευθούν έχουν οι βασκικές υποθέσεις Herri Batasuna et Batasuna κατά Ισπανίας και Etxeberria και λοιποί κατά Ισπανίας (Ιουν 2009). Οι ισπανικές αρχές το έτος 2003 απαγόρευσαν το βασκικό αυτονομιστικό κόμμα Herri Batasuna, στην συνέχεια δε απέκλεισαν από τις εκλογές Ισπανούς πολίτες που θέλησαν να εκτεθούν με άλλους συνδυασμούς, οι οποίοι εκτιμήθηκαν (και ήταν) ως προκάλυμμα του απαγορευμένου κόμματος. Το ΕΔΔΑ, κρίνοντας υπό το πρίσμα του ειδικώτερου δικαιώματος στο συνεταιρίζεσθαι, δεν διέκρινε εδώ ούτε παραβίαση της ελευθερίας της πολιτικής έκφρασης ούτε του δικαιώματος του εκλέγεσθαι, ενώ ούτε καν ασχολήθηκε με το αν παραβιάζονται τα δικαιώματα των λοιπών εκλογέων, των οποίων οι επιλογές μειώνονταν. Όλα αυτά φυσικά χωρίς να αποδίδωνται στους αποκλεισμένους υποψηφίους συγκεκριμένες παράνομες πράξεις, αλλά αρκούσης της γενικής πολιτικής τους εντάξεως. Υπενθυμίζω ότι το ελληνικό δίκαιο δεν προβλέπει απαγόρευση κομμάτων και λοιπά βαρβαρικά έθιμα, συνεπώς και εδώ προσφέρει μεγαλύτερη προστασία από την ΕΣΔΑ, έτσι ναούμε, δυνατά κι ελληνικά.

Έμβλημα των συμμοριτών.

9 thoughts on “Η ελευθερία της έκφρασης ενώπιον του ΕΔΔΑ ΙV”

  1. ΑΑ, μη μπερδεύεις τους θαυμαστές σου και μη χάνεις το μέτρημα: έχεις φτάσει αισίως το IV :-)

    Reply
  2. Χα χα. Φοβερή ομολογία…

    Και εμένα μάλλιασε η γλώσσα μου να τo λέω τόσον καιρό..

    υγ. Αστειεύομαι. Για εσένα ισχύει το καβαφικόν: “Τί θα γένουμε χωρίς…;”. Σε ό,τι με αφορά είσαι η “λύσις μου” Αγαπητέ Αθανάσιε. Και όχι “μια κάποια”, βεβαίως…

    Reply
  3. Και επί της ουσίας:

    Άσε τον (φτηνό και επικίνδυνο, μολονότι ίσως στο μέλλον προσοδοφόρο) ποινικολογικό συνδικαλισμό στην κρίση σου επί της υποθέσεως Schoepfer Κατά Ελβετίας.

    Υπάρχει και κάτι που λέγεται δεοντολογία του δικηγορικού λειτουργήματος. Ο Δικηγόρος οφείλει να συνεργάζεται με τις δικαστικές αρχές και όχι να βάλλει εναντίον τους, προκειμένου να “γεμίζει τις τσέπες του με φοβερά χιλιάρικα” (που έλεγε κι ο ποιητής…) Επομένως, από όσα στοιχεία τουλάχιστον παραθέτεις, βλέπω ότι υπήρχε εδώ καθήκον, αφενός να μην γενικεύεται η μομφή με διάφορες αφορμές αλλά και υποχρέωση να καταφεύγει κανείς πρώτα στο οικείο θεσμικό forum και μετά στα ΜΜΕ για την επίλυση διαφορών…

    Θέλουν προσοχή αυτά τα πράγματα και όχι προχειρότητα. Αλλιώς, απλώς δεν είναι κανείς σωστός δικηγόρος αλλά “γουστάρει δικηγόρου πρόζα” (που έλεγε και ο τραγουδοποιός)…

    Reply
    • Ασφαλώς δεν σου διέφυγε ότι ο εν λόγω δικαιώθηκε δικαστικώς επί της ουσίας της καταγγελίας του. Τιμωρήθηκε δηλαδή επειδή είχε δίκιο ή μάλλον καίτοι είχε δίκιο.

      Και από πού παρακαλώ προκύπτει υποχρέωσή του να προσφύγη λέει πρώτα στην δικαιοσύνη και μετά στα μμε; Είναι γραμμένο κάπου πώς θα διαφυλάξη τα συμφέροντα του εντολέως του καλύτερα;

      Αυτό μου θυμίζει στρατιωτικά ήθη και έθιμα: αναφερόμαστε ιεραρχικώς πάντα!

      Reply
  4. Κάπου λέει το άρ. 45 του (ελληνικού) Κώδικα Δικηγόρων ότι ο δικηγόρος οφείλει “ν’ απονέμη τον προσήκοντα σεβασμόν προς τας Δικαστικάς Αρχάς”.

    Και καπου το άρ. 48 ότι επιβάλλεται στον Δικηγόρο “ευπρέπεια, μετριότητα εκφράσεων, αλλλεγγύη και αβρότητα” (ιδίως απέναντι στους συναδέλφους του λέει το άρθρο 48. Αλλά όχι μόνο προσθέτω εγώ: Ασφαλώς και απέναντι στις Αρχές. Ας μην είμαστε συνδικαλιστές για τον συνδικαλισμό!)

    Τέλος σε αυτό που με ρώτησες, υπάρχουν αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου ΔΣΑ που τιμώρησαν δικηγόρο που “ανέλισκε τον θεσμικό του ρόλο και προσέδιδε με την συμμετοχή του σοβαροφάνεια, αληθοφάνεια και κύρος σε εξωθεσμικές-εμπορικές δραστηριότητες εφήμερου εντυπωσιασμού, παριστάμενος ή συμπαριστάμενος με τον πελάτη του σε τηλεοπτική διερεύνηση δικαστικώς εκρεμμούς υποθέσεως”….

    Τέλος τα άρ. 28 επόμενα του Κώδικα Δεοντολογίας του Δικηγορικού λειτουργήματος καθορίζουν τις υποχρεώσεις του δικηγόρου απέναντι στα δικαστήρια και κάνουν λόγο για “ευπρέπεια” (άρ. 30), “αξιοπρέπεια” (άρ. 31) απέναντι στις δικαστικές και άλλες δημόσιες αρχές κ.λπ. Εγγυώνται δε τα άρθρα αυτά την “απόλυτη ελευθερία γνώμης του Δικηγόρου” κατά την άσκηση του λειτουργήματός τους σε όλα τα είδη δικών και μέσα στα πλαίσια των σχετικών δικονομικών κανόνων.

    Άρα, όχι στα ΜΜΕ Αθανάσιε…

    υγ. Περίεργα μου τα λες πάντως… Eγώ νόμιζα ότι σου άρεσε ο στρατός και η ιεραρχική αναφορά Αθανάσιε.
    ;-)

    Reply
  5. Λοιπόν, εδώ μου φαίνεται κατάλληλος ο χώρος για να συζητήσω κάτι που με προβληματίζει. Μου φάνηκε σχετικό με το θέμα του άρθρου γι’ αυτό το ξεφουρνίζω. Αν θεωρηθεί ότι είμαι τελείως εκτός θέματος πετάχτε με έξω.
    Είδα προχτές σε μια στάση λεωφορείου (στη στάση Ιππποκράτειο επί της λεωφορου Βασιλίσσης Σοφίας, στην Αθήνα) μια αφίσα του Μιχαλολιάκου, υποψήφιου δημάρχου Αθηναίων, που έγραφε με μεγάλα γράμματα “Ποτέ τζαμί στην Αθήνα” και “Η Ελλάδα στους Έλληνες” και κάτι ακόμη σχετικό που δε θυμάμαι. Κι αυτά που γράφω, ίσως να ήταν λίγο διαφορετικά διατυπωμένα. Στην αφίσα φαινόντουσαν άνθρωποι γονατισμένοι και σκυμμένοι (μουσουλμάνοι που προσεύχονταν, υποθέτουμε) και ένα σκίτσο τζαμιού με μιναρέδες μέσα στο χαρακτηριστικό κόκκινο κύκλο με μια διαγώνια κόκκινη γραμμή του απαγορευτικού σήματος.
    Αναρωτιέμαι τώρα, αυτή η αφίσα, δεν είναι παράνομη σύμφωνα με τον περίφημο 927? Δεν καλεί σε διακρίσεις εναντίονο ομάδας ανθρώπων με βάση το θρήσκευμα, δεν προκαλεί μίσος?
    Εσείς ως δικηγόρος τι λέτε φίλε Αθανάσιε? Μπορεί κανείς να τους τραβήξει μια καταγγελία με βάση αυτό το σκεπτικό?
     

    Reply

Leave a Comment