Ο ουρανός στο ταξί είναι γκρίζος – Ένα του χρόνου γράφημα απλό

Σήμερα είχαν απεργία τα μέσα μαζικής. Μόνο τα ταξί κυκλοφορούσαν. Οι αποστολές της μέρας πολλές. Όλες για τους άλλους, τους οικείους.

Το παίρνω στο πόδι και φτάνω Μακεδονίας και 3ης Σεπτεμβρίου. ΟΠΑΔ, είναι ο οργανισμός για τους ασφαλισμένους δημοσίου, εκεί εγκρίνονται εξετάσεις ιατρικές και εισαγωγές σε νοσοκομεία. Η ουρά μεγάλη, όπως σε όλα τα καλά ντελικατέσεν. Παίρνεις και το χαρτάκι της σειράς και κάθεσαι υπομονετικά σα σε στασίδι εκκλησιάς, περιμένεις ναρθεί η σειρά σου. Κάθεσαι υπομονετικά κι ευλαβικά, γιατί δεν πρέπει να ερεθίσεις κάποιον υπάλληλο. Πρέπει, λοιπόν, πολύ να προσέχεις τις κινήσεις σου, τις χειρονομίες σου, ακόμη και τις γκριμάτσες σου. Να μη τα πάρει στο κρανίο μαζί σου ο υπάλληλος και χαλάσει αυτή η ευαίσθητη ισορροπία που λέγεται εξυπηρέτηση δημοσίου. Κρατώ το βιβλιάριο του πατέρα μου στα γόνατά μου. Είναι το ευαγγέλιο του ασφαλισμένου. Σ’ αυτό ελπίζουμε, αυτό παλαμίζουμε από την ασθένεια και μετά. Είναι ο νέος απεικονιστικός έλεγχος που πρέπει να εγκριθεί, να δούμε πώς πάνε τα πράγματα. Η ευτραφής κυρία πλάι μου φυσάει και ξεφυσάει. Δεν αντέχει τη ζέστη. Κοιτάω – είπαμε, κλεφτά και προσεκτικά για να μην εκνευρίσω κάποιον υπάλληλο – αν υπάρχει κλιματιστικό στο χώρο. Υπάρχει, αλλά είναι παλιό. Αμέσως το μυαλό μου πηγαίνει στο πόσο ανθυγιεινή μπορεί να είναι αυτή η παλιατζούρα. Λες να προκαλεί καρκίνο; Σιγά-σιγά, ύστερα από καμιά ώρα, φαίνεται ότι πλησιάζει η σειρά μου. Όχι όμως τόσο εύκολα, όχι τόσο αναίμακτα.

Υπάρχει μία κυρία που προηγείται – είναι όλες κυρίες εκεί μέσα που έχουν τους άντρες τους άρρωστους σε νοσοκομεία, το αντίστροφο ελάχιστα παίζει, καθότι το ισχυρό φύλο είναι, σα γνωστό από καιρό, το θήλυ. Ξαφνικά την ακούω να διαμαρτύρεται με κόσμιο τον τρόπο σε μία υπάλληλο. Αιτία η ταλαιπωρία που υφίσταται με την έγκριση των εξετάσεων του άντρα της. Τη στέλνουν από τον έναν υπάλληλο στον άλλον, γιατί, λέει, πλάι στον καρκίνο έπρεπε να γράφεται και το σύμπτωμα (αιμόπτυση, πόνοι στα κόκκαλα κοκ). Προσπαθεί να τους εξηγήσει ότι είναι μόνη της και τρέχει για όλα. Η δημοσιοϋπαλληλία είναι όμως ανένδοτη: «Τί μας λέτε κυρία μου; Σας είναι τόσο δύσκολο να πεταχτείτε ως τη Μεσογείων να ξαναγράψετε τις εξετάσεις; Σιγά δεν θα πεθάνει κι ο σύζυγος…» Η κυρία έχει τσαγανό και δεν πουλάει εύκολα την αξιοπρέπειά της: «Μα, γιατί μου μιλάτε έτσι; Δεν καταλαβαίνετε ότι περνάμε ένα δράμα στο σπίτι μας; Θα περίμενα περισσότερη ευγένεια και ανθρωπιά…» Τότε χαλάει η ευαίσθητη ισορροπία. Ο υπάλληλος του πίσω γραφείου – που διαβάζει φαρδιά-πλατιά την αθλητική του εφημερίδα (κάνα τέταρτο τώρα μελετάει ένα τίτλο με δυο λέξεις) και μασουλάει κριτσινάκια – παίρνει την κατάσταση στα χέριά του: «Σοβαρολογείτε μαντάμ;! Νομίζετε ότι είστε η πρώτη ή η τελευταία που ο άντρας της έχει καρκίνο; Όλοι έχουν, όλοι έχουμε και έτσι όπως μας πιέζετε θα βγάλουμε κι εμείς καρκίνο, ναούμε! Άντε, τώρα μη σας πω καμιά βαριά κουβέντα! Ο καθένας με τις ιστορίες του εδώ μέσα, ναούμε…» Η κυρία μένει εμβρόντητη, ανακτά όμως και πάλι την αστική ψυχραιμία της: «Θα πάω στον Προϊστάμενό σας και θα σας καταγγείλω αυτή τη στιγμή!» Εντούτοις ο πίσω γραφείο δεν μασάει με κάτι τέτοια: «Και στον Πάπα να πας, το ίδιο μου κάνει! Άντε, και μη μας απειλείς! Έτσι;! Αν θέλεις να κάνεις τη δουλειά σου, κάνε αυτό που σου λέμε και μούγγα! Καταλαβαινόμαστε, νομίζω…» Η κυρία ηττήθηκε, έσκυψε το κεφάλι, πήρε το βιβλιάριο και ξεκίνησε για το νοσοκομείο, για να ξαναγράψει τις εξετάσεις. Το χειρότερο είναι ότι θα έπρεπε να ξαναδεί τη συμπαθή φυλή των οπάδιανς την ίδια μέρα… Αναρωτιέμαι: για τέτοιες φυλές, που ζουν στις ζούγκλες του δημοσίου, υπάρχουν άραγε ανθρωπολόγοι να μελετήσουν τη συμπεριφορά τους, τα ήθη και τα έθιμά τους;

Αμέσως μετά ήρθε η σειρά μου. Ήμουν ζαλισμένος, δεν ήξερα τί να κάνω: να θυσιάσω την έγκριση των εξετάσεων του πατέρα μου και να τα κάνω όλα εκδιδόμενα ή …να το κάνω τουμπεκί και να φύγω αλώβητος από το ναρκοπέδιο; Η φυσική επιλογή επικράτησε. Εντελώς φυσικά. Αμίλητος πήγα στο γκισέ, έδωσα το βιβλιάριο, σε κάποια ερώτηση ψέλλισα ναι, πήρα το βιβλιάριο κι έφυγα. Μόλις βγήκα, ένιωσα να μου κόβεται η ανάσα. Ζέστη πολλή, κυκλοφοριακό. Λες όλα αυτά να προκαλούν καρκίνο; Είναι και το άγχος συν τοις άλλοις…

Προχώρησα όλο ευθεία πάνω τη Μακεδονίας, τσαλαβουτώντας ανάμεσα σε πρεζόνια. Τα πρόσωπα και τα κορμιά τους ήταν πολύ ταλαιπωρημένα. Τα κορμιά και τα μαχαίρια, οι φλέβες και τα τρυπήματα παντού. Τελευταία στάδια, σκέφτομαι. Σ’ άλλους ο θάνατος έρχεται εντελώς απρόσκλητος, άλλοι όμως του ανοίγουνε την πόρτα και τον περνάνε στο καθιστικό τους. Στην αρχή γέλια, χαρά, μέθη. Μα, αυτός δεν λέει να φύγει, μπαστακώνεται. Και τότε αρχίζει ο εφιάλτης. Νιώθω ότι έχω γίνει ένα κουβάρι με τα πρεζόνια και προσπαθώ να ξεμπλέξω και να συνεχίσω το δρόμο μου. Στο απέναντι φανάρι βλέπω πόρνες που κάνουν πεζοδρόμιο. Τσιμπιέμαι: μπας κι είναι βράδυ και δεν τόχω καταλάβει; Κοιτάω το ρολόι είναι εντεκάμιση πι-μι. Δεν μπορώ να αντέξω. Ενστικτωδώς σηκώνω το χέρι μου και σταματάω ένα ταξί. Μπαίνω μέσα. «Μεσογείων, στο ύψος της Κατεχάκη», λέω με ανακούφιση. Κανείς δεν μπορεί να με αγγίξει εδώ μέσα, είμαι ασφαλής, ούτε πρεζόνια ούτε πόρνες… Μόνο ο ταξιτζής κι εγώ.

Ο ταξιτζής καπνίζει με φουλ το αιρκοντίσιον. Έχω σχεδόν ξαπλώσει στο πίσω κάθισμα και χαζεύω τον ουρανό του ταξί: είναι γκρίζος απ’ το καυσαέριο όπως σε όλα τα ταξί της Αθήνας. Σκέψου τί αναπνέουν τα πνεμόνιά μας, λέω μέσα μου… «Σήμερα, μας έχει πεθάνει ο καιρός», ανοίγει τη κουβέντα ο ταξιτζής. «Ναι, κάνει ζέστη», του απαντώ κοφτά. «Από αύριο όμως θα δροσίσει», λέει με σιγουριά, σα να έχει κάποια εσωτερική πληροφόρηση. Στο ραδιόφωνο ακούγεται «Σέντρα FM». «Φιλαράκο, τί ομάδα είσαι; Ο γαύρος έχει πια καινούριο πρόεδρο, θα φέρει παιχταράδες». Σκέφτομαι για λίγο. Όταν έπαιζα μικρός μπάλα, ήμουν πάντα με την ομάδα μου, που τη ξέραμε εμείς οι παίχτες και δυο-τρεις παράγοντες. Τότε ήταν πολύ όμορφα, δεν υπήρχε στον ορίζοντα ούτε καρκίνος, σφύζαμε όλοι από υγεία. Τα παιδικά είναι χρόνια ξέγνοιαστα από αρρώστιες, συμπέρανα, αφελώς ίσως. «Είμαι βάζελος, αλλά δεν πολυασχολούμαι πια», του απαντώ με αρκετή καθυστέρηση. «Καλά κάνεις, φιλαράκο, όλοι μάς δουλεύουν και …όλοι μάς τα παίρνουν! Πρόεδροι, πολιτικοί, όλοι τους!» Αχ να χαρείς, λέω μέσα μου, μη ξεκινάς τώρα συζητήσεις για πολιτικούς, οικονομική κρίση κλπ. Αρκούμαι σε ένα «τί να πει κανείς…» και κλείνω μία συζήτηση που αν άνοιγε θα κατέληγε σε γνωστά συμπεράσματα, ακόμη πιο αφελή από το προηγούμενο. «Θα με αφήσετε εδώ στα φανάρια», λέω με σβησμένη φωνή. Και βγαίνω έξω πάλι στον καυτό ήλιο.

Στέκομαι στο φανάρι και κοιτάω απέναντί μου το νοσοκομείο. Κοιτάω μετά πιο ψηλά. Ο ουρανός είναι γκρίζος, όπως στο ταξί. Θολόγκριζος, για να λέμε την αλήθεια. Τα νέφη είναι γκρίζα σαν πέτρες που κρέμονται απ’ τον ουρανό. Ο Καμύ στο Μύθο του Σισύφου γράφει ότι αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα στη ζωή μας: να συνεχίζουμε τη ζωή παρά τις δυσκολίες, να σπρώχνουμε και πάλι την πέτρα προς τα πάνω, να ανεβαίνουμε το βουνό. Κι ας ξαναπέφτει η πέτρα, δεν έχει σημασία. Κι ας είναι μια τελευταία προσπάθεια, απέλπιδα ή μη έτσι είναι, φαίνεται, η ανθρώπινη μοίρα.

Αποφασίζω εντέλει να διασχίσω το δρόμο, για να παραδώσω τη πέτρα στο πατέρα μου, να τη πάει όσο πιο ψηλά γίνεται. Το θέλει πολύ κι ο ίδιος, όσες προσπάθειες κι αν του απομένουν.

ΥΓ: Ζητώ συγγνώμη που καλοκαιριάτικα χρονογραφώ ακαίρως.

12 thoughts on “Ο ουρανός στο ταξί είναι γκρίζος – Ένα του χρόνου γράφημα απλό”

  1. εγω απο την αλλη δεν μπορω να μεινω λακωνικος.

    Η εικονα του Αθηναϊκου κεντρου, κατακαλοκαιρο (τι αμαρτια, να συνδεεται το καλοκαιρι με δυσαρεστες εικονες!) με νεφος και ζεστη να μου σπανε το κεφαλι, διασχιζοντας τρυπιους δρομους προσπαθωντας να αποφυγω τους αξεστους ταξιτζηδες με τα σαπια οχηματα τους, πηγαινοντας σε ενα βρωμικο κτιριο δημοσιας υπηρεσιας με απιστευτα αγενεις υπαλληλους σε χαοτικα γραφεια, ειναι τυπικος εφιαλτης των παιδικων-εφηβικων μου χρονων.

    Ειχα για καποιον λογο την εικονα οτι εχει εξαφανιστει, αλλα αυτο που μαλλον συμβαινει ειναι οτι εγω εχω ανεξαρτητοποιηθει (και επισκεπτομαι το κεντρο μονο μετα τις 10μμ), δεν διορθωθηκαν αυτα.

    Λυπαμαι ολους τους φιλους και συγγενεις μου που τα εφαγαν αυτα στην μαπα και καταριεμαι τους πολιτικαντηδες (ποσο δυσκολο ειναι να καθιερωθει ας πουμε παγια ταριφα αεροδρομιο-Αθηνα να γλυτωσουμε απο τους απατεωνες?) και ανικανους διοικητες ταμειων και υπηρεσιων που τοσες δεκαετιες δεν λενε να κανουν κατι για ολα αυτα. Τουλαχιστον στην Ελλαδα εχουμε ισοτητα σε αυτο: ολοι αναγκαζονται να περνανε εξευτελισμους στις δημοσιες υπηρεσιες.

    Συζητουσα με την κοπελα μου προσφατα που θα θελαμε να ζησουμε στην ζωη μας. Ηρθε και η σειρα της Ελλαδας. “Δεν θελω να μεινω στον τριτο κοσμο” μου ειπε. Την καταλαβαινω. Δεν ειναι ο μισθος (καπου 40% του τωρινου της, αν εβρισκε δουλεια), δεν ειναι τα συγκριτικα μικρα και ολιγον μιζερα σπιτια (ευρωπαίκο φαινομενο αλλωστε), δεν ειναι καν τοσο η ελλειψη κοσμοπολιτικης ατμοσφαιρας.

    Ειναι η αγενεια των ανθρωπων στην καθημερινοτητα, η αδιαφορια και αυθαιρεσια τους, το ασθενικο και κουτοπονηρο κρατος.

    Εκεινος ο ταξιτζης που οταν δυο ανθρωποι (προφανως μη καπνιστες και η μια προφανεστατα τουριστρια) του ζητανε να μην καπνιζει, αντι να το σβησει απευθειας παει να κανει τον μαγκα και ζηταει και τον λογο. Και δεν του φτανει καν οτι το λεει ο νομος “γιατι εσυ κανεις οτι λεει ο νομος δηλαδη ρε φιλε?”. Και θελει να εικασει κιολας οτι μενεις στην Αθηνα, και “δεν σας φτανει το καυσαεριο εκει περα, το τσιγαρο σε πειραξε?”. Και αν τυχον τολμησεις να ξεφευγεις απο το στερεοτυπο του και να μην μενεις στην Αθηνα “α γιαυτο μας την κανεις φιλε την δουλεια, για να μας πεις οτι μενετε στην Αμερικη”. Μηδενικη ενσυναισθηση, ανυπαρκτη παιδεια, υπερογκος βαλκανικος ωχαδερφικος εαυτουλισμος

     

    Reply
  2. Μια εσωτερική κόλαση που συνδυάζεται με την εξωτερική και χτυπούν με τον ίδιο ρυθμό…. Ειλικρινά δεν ξέρω αν θα ήταν πιο ανακουφιστική μια πανέμορφη γύρω φύση σαρκαστικά αμέτοχη μέσα στο μεγαλείο της…  

    Χτες το βράδυ στον πεζόδρομο της Βαλτετσίου ένας νέος άνδρας είχε κουρνιάσει στην εσοχή ενός ισόγειου παραθύρου με το κεφάλι στραμμένο κάθετα ψηλά, τα μάτια κλειστά και το στόμα ορθάνοιχτο, χαίνον, περιμένοντας λες να πέσει μέσα το φεγγάρι σαν τελευταίο χάπι. Ο θάνατος δίπλα μου κι η ζωή μέσα μου. Κυριολεκτικά.

    Reply
  3. Πολύ καλό κείμενο για μια πολύ αποκαρδιωτική πραγματικότητα.

    Reply
  4. Καλή επάνοδο στον πατέρα σου και κουράγιο. Το κείμενο σου πονάει γιατί είναι σκληρό όπως κάθε αλήθεια.

    Reply
  5. SG,
    Εκείνο που δεν θέλω με τίποτε είναι να λέω μετά από κάποια χρόνια ότι η δική μας γενιά δεν έκανε κάτι για να βελτιώσει έστω και κάποια μικρά πραγματάκια. Ο δημόσιος διάλογος που αναπτύσσεται μέσα από αυτό το πολύ αξιόλογο ιστολόγιο είναι πάντως ένα μικρό λιθαράκι, που συμβάλλει στην αλλαγή νοοτροπιών και αντιλήψεων. Φυσικά όμως αυτό το λιθαράκι δεν είναι αρκετό. Εν αρχή ην η Πράξις, όπως λέει κι ο Γκαίτε. Στην πολιτική αυτή Πράξη θα επανέλθω αναλυτικώς σε άλλη ανάρτηση.
    Δυστυχώς θα συμφωνήσω με την κοπέλα σου. Να μείνει εκεί που είναι. Η ζωή είναι σύντομη και, αν έχουμε το προνόμιο της επιλογής, πρέπει να τη ζούμε σε κοινωνίες όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια τιμάται όπως πρέπει.
    Και μία – μάλλον περιττή – διευκρίνιση: μ’ όλα αυτά δεν θέλω να απαξιώσω το σύνολο των δημοσίων υπαλλήλων και υπηρεσιών. Υπάρχουν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι, αλλά δυστυχώς οι “κακοί” κάνουν τη ζημιά… Δεν υπάρχει συναίσθηση του civic duty.
    Χριστίνα, ΑΑ, Ανώνυμο και Michael_SC,
    Παλαμίζοντας το συνιστολογικό ευαγγέλιο, σας διαβεβαιώ ότι είναι πραγματικότητες όλα όσα αναφέρονται. Πονάνε όλους μας και δείχνουν ότι πρέπει να ξυπνήσουμε. Χριστίνα, η εικόνα με το φεγγάρι-χάπι είναι κι αυτή μία εικόνα που πονάει. Η ζωή μέσα σου όμως είναι η ελπίδα.
    Stassa,
    Η ασθένεια ενός προσφιλούς προσώπου είναι απλά η occasio για μία βιωματική δημιουργία και για μία κραυγή συλλογικής υπαρξιακής αγωνίας. Όλοι έχουμε μία τέτοια ιστορία να αφηγηθούμε, το θέμα είναι πώς θέλουμε να τη φωτίσουμε. Σ’ ευχαριστώ πάντως!
     

    Reply
    • Καθώς αναφέρθηκες στην πράξη lectoratius, θα ήθελα να ρωτήσω αν ξερει κάποιος ποιές είναι οι ενδεδειγμένες κινήσεις όταν έρχεται κανείς αντιμέτωπος με τέτοιες δημοσιοϋπαλληλικές νοοτροπίες.
      Προφανώς όταν κάποιος περνάει το προσωπικό του δράμα έιναι μάλλον  αδύνατο να ασχολήθει περαιτέρω, αλλά οταν αυτό δε συμβάινει πώς κανείς μπορεί να κινήθει? Άκούσα κάπου οτι στα ΚΕΠ λειτουργεί κάτι σαν υπηρεσία παραπόνων. Γνωρίζει κανείς αν ισχύει κατι τέτοιο και αν ο πολίτης-“θύμα”  μπορεί να κινηθεί νομικά και τι χρειάζεται για αυτό?

      Reply
      • Στα ΚΕΠ υπάρχει όντως το “κυτίον παραπόνων”, τώρα για την τύχη των παραπόνων δεν μπορώ να σου πω κάτι… Από εκεί και πέρα υπάρχουν κι άλλοι θεσμοί, όπως ο Συνήγορος του Πολίτη ή ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης. Ως προς την “πράξη” εννοούσα κάτι ευρύτερο, το οποίο, αν βρω χρόνο, θα το αναπτύξω περισσότερο.

        Reply
    • Εκείνο που δεν θέλω με τίποτε είναι να λέω μετά από κάποια χρόνια ότι η δική μας γενιά δεν έκανε κάτι για να βελτιώσει έστω και κάποια μικρά πραγματάκια.

      σωστα.

      Ο δημόσιος διάλογος που αναπτύσσεται μέσα από αυτό το πολύ αξιόλογο ιστολόγιο είναι πάντως ένα μικρό λιθαράκι, που συμβάλλει στην αλλαγή νοοτροπιών και αντιλήψεων. Φυσικά όμως αυτό το λιθαράκι δεν είναι αρκετό. Εν αρχή ην η Πράξις, όπως λέει κι ο Γκαίτε. Στην πολιτική αυτή Πράξη θα επανέλθω αναλυτικώς σε άλλη ανάρτηση.

      ενδιαφερομαι και αναμενω!

      Δυστυχώς θα συμφωνήσω με την κοπέλα σου. Να μείνει εκεί που είναι. Η ζωή είναι σύντομη και, αν έχουμε το προνόμιο της επιλογής, πρέπει να τη ζούμε σε κοινωνίες όπου η ανθρώπινη αξιοπρέπεια τιμάται όπως πρέπει.

      οταν εμπλεκονται ομως συγγενεις και φιλοι τα πραγματα αλλαζουν λιγο. Ασε που αναρωτιεται κιολας αν προσφερει τιποτα ζωντας σε μια πολιτισμενη και ανεπτυγμενη κοινωνια, οταν στην χωρα της υπαρχουν τοσο μεγαλυτερες αναγκες (μεγαλυτερες και απο την Ελλαδα ισως).

      Reply
  6. Μπορεί το δράμα να είναι η «occasio για μια βιωματική δημιουργία» όπως λέτε, όμως δύσκολο να τη διακρίνεις ενόσω εκτυλίσσεται.. κι ακόμη πιο δύσκολο να αποστασιοποιηθείς και να δεις περά από αυτό.. ελπίζω, λοιπόν, να μην παρεξηγηθώ αν σας συγχαρώ για το θάρρος και την ψυχική σας δύναμη.. Καλή ανάρρωση στον πατέρα σας και καλό κουράγιο σε όσους είναι δίπλα του και τον στηρίζουν

    Reply

Leave a Comment