Περί φορολογικής προορίσεως

Πολλές φορές γκρινιάζουμε για το πού δαπανώνται οι φόροι μας, και μάλιστα ο φόρος εισοδήματος: γιατί να πληρώνω εγώ ο άθεος τους παπάδες, εγώ ο ειρηνιστής τους εξοπλισμούς, εγώ ο φιλελεύθερος τους δημοσίους υπαλλήλους, εγώ ο Αθηναίος τους επαρχιώτες κλπ κλπ. Αυτού του είδους η φορολογική αντίρρηση συνείδησης συχνά δεν είναι τίποτα άλλο παρά πρόφαση ιδεολογικής επένδυσης της φοροδιαφυγής, μεταξύ μας ειλικρίνεια.

Ας σκεφτούμε όμως περισσότερο το ζήτημα. Ο φορολογούμενος θέλει να έχη λόγο για τον τρόπο δαπάνης των φόρων του, αίτημα που είναι δίκαιο και εύλογο, καθώς συνάπτεται με βασικές αρχές ενός κράτους δικαίου, όπως είναι η διαφάνεια, η λογοδοσία, ο σεβασμός του δημοσίου χρήματος, η δημοκρατική νομιμοποίηση. Δεν θα ήταν άραγε σπουδαίο να μπορούσαμε να διασφαλίζουμε ότι οι φόροι καθενός θα εξυπηρετούν την δημόσια ανάγκη που θεωρεί σημαντική ο ίδιος ο φορολογούμενος;

Δεν μπορούμε μάλλον να ικανοποιήσουμε πλήρως μιας τέτοια αξίωση, μπορούμε πάντως σχετικά εύκολα να προσπαθήσουμε. Υποθέστε λοιπόν ότι κατά την υποβολή της φορολογικής μας δήλωσης καλούμαστε να επιλέξουμε μεταξύ πλειόνων στόχων της κρατικής πολιτικής (ή, πρακτικά, μεταξύ πλειόνων Υπουργείων ή Γενικών Γραμματειών). Θέλετε τα ωραία σας λεφτουδάκια να πάνε στην Εθνική Άμυνα ή στην Δημόσια Υγεία; Πώς ιεραρχείτε μεταξύ τους τα κρατικά έξοδα; Υπάρχει μήπως κάποιος κρατικός σκοπός στον οποίο δεν θέλετε επ’ ουδενί να συμβάλετε; Όποιος αδιαφορεί, δεν συμπληρώνει τίποτα. Όποιος όμως έχει γνώμη και άποψη, ορίζει πού θα κατανεμηθή τί από τους φόρους του.

Μπορούμε να σκεφτούμε τώρα δύο περιπτώσεις: είναι εύλογο να υπάρξουν δημοφιλείς στόχοι της κρατικής πολιτικής, όπως π.χ. η επιστημονική έρευνα ή η κατασκευή δημοσίων έργων ή η ανέγερση αθλητικών εγκαταστάσεων. Άλλοι πάλι είναι απίθανο να απασχολήσουν τον φορολογούμενο, παρά την κεφαλαιώδη σημασία τους, π.χ. η αναχρηματοδότηση του δημοσίου χρέους ή η χρηματοδότηση των συντάξεων. Στις δεύτερες περιπτώσεις, είναι πολύ εύκολο να ικανοποιηθή το αίτημα του φορολογουμένου. Στις πρώτες πάλι, θα ισχύση το σύστημα της χρονικής προτεραιότητας: θα ικανοποιηθούν όσοι φορολογούμενοι προλάβουν και υποβάλουν πρώτοι την δήλωσή τους, πριν την κάλυψη δηλαδή του 100% της δαπάνης που ενδιαφέρει. Οι φόροι των υπολοίπων, που λογικά δεν θα είναι και λίγοι, θα κατανεμηθούν όπως επιθυμεί η Κυβέρνηση. Τι να κάνουμε.

Τι κερδίζουμε άραγε από μια τέτοια (μηδενικού κόστους) φορολογική μεταρρύθμιση; Νομίζω ότι κερδίζουμε τουλάχιστον τρία πράγματα: Πρώτον, πιο ανεπτυγμένη φορολογική συνείδηση, από την στιγμή που αφενός μεν γνωρίζω πού πηγαίνουν οι φόροι μου, αφετέρου δε επιλέγω εγώ πού θα πάνε και όχι μια ανώνυμη γραφειοκρατία. Ας μην υποτιμάμε την ψυχολογία του φορολογουμένου: αν θεωρεί ότι τα λεφτά του πιάνουν τόπο, παρέχεται αντικίνητρο φοροδιαφυγής. Δεύτερον, πολιτική νομιμοποίηση της φορολογικής πολιτικής, στον βαθμό που θα υπάρχουν στοιχεία ότι μια συγκεκριμένη δαπάνη θα επιδοκιμάζεται από την φορολογική πλειοψηφία. Τρίτον και συναφές με το προηγούμενο, ετήσια σφυγμομέτρηση των αποκεκαλυμμένων πλέον προτιμήσεων των πολιτών: νοιάζονται άραγε τόσο πολύ οι φορολογούμενοι για την μισθοδοσία του κλήρου ή την κατάσταση στα πανεπιστήμια; Θα μπορούμε πλέον να ανατρέχουμε στις απτές πράξεις και όχι στα εύκολα λόγια.

Leave a Comment