Ελευθερία της έκφρασης και υπουργική εντολή

Δημοσιεύθηκε στα ΝΕΑ της 17ης Ιανουαρίου 2020.

Εγνώσθη ότι η περιβόητη πλέον διαφήμιση κατά των εκτρώσεων στο μετρό της Αθήνας διεκόπη εντολή του αρμοδίου Υπουργού κ. Καραμανλή Γ΄. Η εντολή Υπουργού έγινε με δεκτή κατά πλειοψηφία με χειροποδοκροτήματα ενθουσιασμού και ανακούφισης από το φιλοθέαμον εκλογικό κοινό, ότι αποκατεστάθη η διασαλευθείσα τάξις των καθεστηκυιών ιδεών, την οποία προς στιγμήν μόνον ηπείλησε η αντιεκτρωτική διαφημιστική εκστρατεία. Μόνοι απέμειναν μουρμουρίζοντες ένιοι φιλελεύθεροι (πλην των φιλοκυβερνητικών ασφαλώς).

Γιατί όμως επιμένουν μουρμουρίζοντες τα δικά τους οι φιλελεύθεροι; Δεν είναι τάχα δικαιοκρατική κατάκτηση η διακοπή μιας σύμβασης, επειδή έτσι το απεφάσισε ο κ. Υπουργός; Δεσμεύεται τάχα το μετρό της Αθήνας από την σύμβαση που συνήψε, ακόμη και αν δεν το επιθυμεί η αυτού Υπουργότης; Δεν αποτελεί αρχή του διοικητικού δικαίου η υπουργική ευαρέσκεια, παραπλεύρως της χρηστής διοίκησης, της αρχής της νομιμότητας και της αρχής της ισότητας, απαξάπασες εκ των οποίων θεραπεύονται ομοίως από τον υπουργικό δάκτυλο; Και κυρίως: δεν συνιστά δικαίωμα ενός Υπουργού να αποφασίζει εκείνος τι θα διαφημίζεται στο δικό του το μετρό;

Ασφαλώς και όχι. Στα δικαιοκρατούμενα κράτη οι συμβάσεις δεσμεύουν και εκτελούνται. Στην προκειμένη περίπτωση δεν είχαμε άρνηση του μετρό να συμβληθή με τις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών που ζήτησαν να διαφημιστούν σε αυτό. Μια τέτοια άρνηση θα ήταν συζητήσιμη, πάντοτε υπό καθεστώς ισότιμης αντιμετώπισης όλων των σχετικών αιτημάτων (δηλαδή τόσο υπέρ όσο και κατά της έκτρωσης). Δεν θα ήταν δηλαδή παράνομο το μετρό να αποφασίση ότι δεν επιθυμεί ιδεολογικές διαφημιστικές εκστρατείες, αλλά αρκείται σε διαφημίσεις θεάτρων και εσωρούχων. Μια τέτοια προσέγγιση θα μείωνε φυσικά τις πιθανότητες μειοψηφικών ομάδων να προσεγγίσουν ένα ευρύτερο κοινό, όπως π.χ. έκαναν οι χορτοφάγοι με την δική τους διαφήμιση τον Οκτώβριο του 2018, αφήνοντας έτσι τον κυρίαρχο λόγο ακόμη πιο κυρίαρχο, αλλά θα είχε κάποια εσωτερική συνέπεια: κανείς δεν έχει απαίτηση να διαφημιστή εκεί όπου δεν επιτρέπεται η διαφήμιση. Ας διαφημιστή αλλού.

Δυστυχώς όμως για τους μισαλλόδοξους φεμινιστές δεν συνέβη αυτό. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις πρότειναν την διαφήμιση, η διαφήμιση ελέγχθηκε από το μετρό ως προς την συμμόρφωσή της με τους κανόνες του, έγινε δεκτή, καταρτίστηκε η σχετική σύμβαση και καταβλήθηκε βεβαίως το αναλογούν τίμημα. Η εντολή Υπουργού ήλθε μετά από όλα αυτά, μετά την έκθεση, μετά τις αντιδράσεις και μετά ασφαλώς το μίσος για την άλλη άποψη, την διαφορετική, την μειοψηφική, ακόμη και την εσφαλμένη.

Προεβλήθησαν ασφαλώς κάποια ράκη δικαιολογιών ως προς τις ανακρίβειες τις περιβόητης αφίσας, προκειμένου να δικαιολογηθή ο υπουργικός πέλεκυς, ο εστερημένος νομίμου βάσεως. Το θέμα όμως όλοι καταλαβαίνουμε ότι δεν είναι αυτό. Δεν υπάρχει καμία αιτιότητα ανάμεσα στις ανακρίβειες και στις αντιδράσεις. Με άλλα λόγια, αν η αφίσα επανερχόταν απλώς με ένα μήνυμα του τύπου «Οι εκτρώσεις είναι κάτι κακό ηθικά. Μην τις κάνετε», δικαιούμαι να εικάζω ότι οι αντιδράσεις θα ήταν ακριβώς οι ίδιες. Διότι ίδιοι θα ήταν οι άνθρωποι που δεν ανέχονται την αντίθετη άποψη, λέγοντας πάντα στον καθρέφτη «εγώ είμαι υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης, αλλά χρειάζεται και ένας Υπουργός πού και πού να βάζη τάξη». Διότι στην τελική δεν είναι υποχρεωτικό να είμαστε όλοι υπέρ της ελευθερίας της έκφρασης.

Νά, αυτός ας πούμε δεν είναι.

1 thought on “Ελευθερία της έκφρασης και υπουργική εντολή”

Leave a Comment