Περί του διορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων

Στο φύλλο της 2ας Ιουνίου 2019 της Καθημερινής δημοσιεύθηκε ένα ενδιαφέρον άρθρο του αγαπητού μου Καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου κ. Αλιβιζάτου σχετικά με το ζήτημα που ανέκυψε στην επικαιρότητα πρόσφατα ως προς το επιτρεπτό ή μη του διορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων από την παρούσα κυβέρνηση. Επειδή θεωρώ ότι μπορεί να υποστηριχθή και αντίθετη άποψη από εκείνη που εκθέτει ο κ. Αλιβιζάτος, ας μου επιτραπή να διατυπώσω τα ακόλουθα:

Κατά πρώτον, η “διαχείριση των τρεχουσών υποθέσεων”, στην οποία βασίζει μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας του ο κ. Αλιβιζάτος, είναι μια έννοια που όχι μόνο δεν απαντά στο συνταγματικό κείμενο, αλλά αντιτίθεται στην σαφή διάταξη του άρ. 82 Σ, που ορίζει ότι “Η Κυβέρνηση καθορίζει και κατευθύνει την γενική πολιτική της Χώρας”. Οι κυβερνήσεις που απολαύουν της ψήφου εμπιστοσύνης της Βουλής δεν είναι δύο κατηγοριών, υπό την έννοια ότι άλλες μεν μπορούν να διαχειρίζωνται μόνο τις τρέχουσες υποθέσεις, άλλες δε μπορούν και τις υπόλοιπες, αλλά όλες ανεξαιρέτως κατευθύνουν την γενική πολιτική της χώρας, κατά την προσφυά συνταγματική έκφραση. Κάθε άλλη διάκριση είναι άγνωστη στον συντακτικό νομοθέτη.

Πολλώ δε μάλλον δεν υπάρχει κανένα από τα νομικώς αναγκαία στοιχεία του “δεσμευτικού συνταγματικού εθίμου”, το οποίο διαγιγνώσκει ο κ. Αλιβιζάτος και το οποίο θεωρεί ότι περιορίζει τις αρμοδιότητες μιας υπηρεσιακής κατ’ ουσίαν κυβέρνησης. Πρωτίστως δεν υφίσταται νομικώς η έννοια της “κατ’ ουσίαν υπηρεσιακής” κυβέρνησης, ιδιαιτέρως όταν στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχουν προκηρυχθή καν εκλογές. Πέρα από το σημείο αυτό όμως, αναγκαία για την αναγνώριση συνταγματικού εθίμου είναι, ως γνωστόν, δύο στοιχεία, αφενός μεν η μακρά και ομοιόμορφη πρακτική, αφετέρου δε η σχετική συνείδηση δικαίου. Ούτε το ένα όμως ούτε το άλλο στοιχείο συντρέχουν εν προκειμένω, δεδομένου ότι είναι η πρώτη φορά μεταπολιτευτικώς που σχεδιάζονται εκλογές κατά μήνα Ιούλιο και, συναφώς, όχι απλώς δεν έχει διαμορφωθή σχετικώς η αναγκαία opinio iuris, αλλά ούτε καν έχουν διατυπωθή με πληρότητα απόψεις για το ανακύψαν θέμα.

Συνεχίζοντας, το επιχείρημα εκείνο το οποίο φαίνεται να ασκή καταλυτική επιρροή στην σκέψη του κ. Αλιβιζάτου είναι το περί του παλμού: ότι δηλαδή η κυβέρνηση που διορίζει την ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων οφείλει να διορίζη δικαστές που ακολουθούν τον “παλμό της κοινωνίας”. Και καταλήγει ο κ. Αλιβιζάτος: “Ποια κυβέρνηση όμως εκφράζει εξ ορισμού τον εν λόγω παλμό; Η απάντηση είναι μονοσήμαντη: η νομιμοποιημένη πολιτικά. Και ποια κυβέρνηση νομιμοποιείται πολιτικά περισσότερο από κάθε άλλη; Αυτή που προέρχεται από τη νωπότερη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας”.

Ανεξαρτήτως του αν η συνταγματική υποχρέωση του Υπουργικού Συμβουλίου έγκειται στην ορθή σφυγμομέτρηση του παλμού της κοινωνίας μέσα στο δικαστικό σώμα (και όχι ας πούμε στην πρόταση διορισμού των αρίστων δικαστών αντί των παλμοδεκτών), θα διαφωνήσω με τις σκέψεις του κ. Αλιβιζάτου και στο σημείο αυτό. Καταρχάς, πρέπει να θυμίσω ότι in concreto η κυβέρνηση του κ. Τσίπρα ηττήθηκε μεν ήττα μεγάλη στις εκλογικές κάλπες, ωστόσο αποτελεί κοινοβουλευτική κυβέρνηση με νωπή ανανέωση της εμπιστοσύνης της Βουλής προς αυτήν, ήτοι εντός του Μαΐου 2019. Και αν πρέπει να αναμετρηθούν η αμεσοδημοκρατική, αν θέλετε, πολιτική νομιμοποίηση διά των εκλογών σε άλλες κάλπες (γιατί όχι και διά των δημοσκοπήσεων τότε;) με την εμμεσοδημοκρατική νομιμοποίηση διά της παροχής ψήφου εμπιστοσύνης, το προβάδισμα στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες ανήκει καθαρά στην δεύτερη. Διαφορετικά, κάθε εκλογική ήττα μεσούσης της τετραετίας της κοινοβουλευτικής περιόδου θα μπορούσε άνευ ετέρου να εξισωθή με “πολιτική απονομιμοποίηση”, καθιστώσα την ηττηθείσα κοινοβουλευτική κυβέρνηση “κατ’ ουσίαν υπηρεσιακή”, στην οποία πλέον επιτρέπεται η διαχείριση κάποιων αορίστων “τρεχουσών υποθέσεων” μόνο. Δεν περιττεύει να θυμηθούμε ότι την ίδια ακριβώς γραμμή επιχειρηματολογίας είχε υιοθετήσει ο κ. Τσίπρας το 2014, όταν, επικαλούμενος την νίκη του κόμματός του στις ευρωκλογές, καλούσε τον τότε Πρωθυπουργό να μην προβή στον διορισμό του Διοικητή της Τραπέζης της Ελλάδος.

Περαιτέρω, η προτροπή του κ. Αλιβιζάτου προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να μην υπογράψη τα επίμαχα διοριστήρια προεδρικά διατάγματα πολύ φοβούμαι ότι διαστρεβλώνει την νομική φύση της ενέργειας του Προέδρου. Όπως προκύπτει από το άρ. 35 Σ, τα προεδρικά διατάγματα εκδίδονται κατά δεσμία του Προέδρου αρμοδιότητα και όχι κατά διακριτική του ευχέρεια. Ο Πρόεδρος δεν διενεργεί έλεγχο ούτε νομιμότητος ούτε σκοπιμότητος επ’ αυτών, και πώς θα μπορούσε άλλωστε, όταν μόνος υπεύθυνος διά της προσυπογραφής του καθίσταται ο αρμόδιος Υπουργός. Οι εξαιρέσεις από τον κανόνα της υπουργικής προσυπογραφής και, συνεπώς, της ακέραιης προεδρικής ευθύνης απαριθμούνται περιοριστικώς στο ίδιο άρθρο και δεν μπορούν ερμηνευτικώς να πολλαπλασιαστούν. Ούτε πρόκειται εδώ περίπτωση αναπομπής εψηφισμένου νομοσχεδίου κατ’ άρ. 42 Σ, γιατί ο διορισμός γίνεται διά προεδρικού διατάγματος κατ’ άρ. 90 παρ. 5 Σ. Συνεπώς, η προτροπή δεν είναι σύμφωνη προς τα καθήκοντα του Προέδρου κατά το Σύνταγμα.

2 thoughts on “Περί του διορισμού της ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων”

  1. Κατ’ αρχην είναι σαφες ότι ο Πακης δεν ειναι υποχρεωμενος να υπογραψει απολυτως τιποτε μεχρι τις 30 Ιουνιου. Εχει και αλλες υποχρεωσεις βρε αδερφε. Ουτε υποχρεουται να υπογραφει αυθημερον οτι του στελνουν. Υπαρχει νομικο προηγουμενο αλλωστε. Στους διορισμους του 2016 υπεγραψε ακρβως στις 30/6, και κανεις δε μιλησε.
    Θα πει κανεις, “Ναι,αλλα οφειλει να υπογραψει τα μεσανυχτα της 30ης Ιουνιου, που ληγει η θητεια των προηγουμενων!»
    Μαλλιστα.

    Πώς ακριβως θα διαλυθει η Βουλη; Δυο τροποι προβλεπονται απο το Συνταγμα:
    1. Η Κυβερνηση παραιτειται, διοριζεται υπηρεσιακη Κυβερνηση και κανει εκλογες.
    2. Αρθρο 41, παραγραφος 2. Το γνωστο πομπωδες, “εθνικο θεμα εξαιρετικης σημασιας” ,κλπ, κλπ.
    Oλοι οι Πρωθυπουργοι προτιμουσαν παντα το 2ο τροπο ,για να κανουν αυτοι τις εκλογες, με όλα τα πλεονεκτηματα που αυτό συνεπαγεται. Ο Τσιπρας δεν το εκανε το 2015, διοτι δεν ειχε περασει ένα ετος από τις προηγουμενες εκλογες, οποτε μονο βασει αρθρου 37 μπορουσε να παει σε νεες εκλογες.
    Το προβλημα ειναι οτι ολες σχεδον οι διαλυσεις της Βουλης βασει του Αρ. 41 παρ. 2 ηταν ολοφανερα καταχρηστικες, με επικληση ανυπαρκτου «επειγοντος εθνικου θεματος». Ο εκαστοτε Πρωθυπουργος το εκανε με τη σιωπηρη ανοχη του εκαστοτε ΠτΔ, με προκειμενου να εξασφαλισει αθεμιτο πλεονεκτημα εναντι της Αντιπολιτευσης.
    Αν ο Τσιπρας παραιτηθει, δεν τιθεται πια θεμα διορισμου δικαστων. Ο Πακης δε θα δυσκολευτει ιδιαιτερα να πεισει την επομενη υπηρεσιακη Κυβερνηση να παγωσει το διαταγμα.
    Αν ο Τσίπρας παει βασει του αρθρου 41 παρ.2, επικαλουμενος ένα ολοφανερα ανυπαρκτο «εθνικο θεμα εξαιρετικης σημασιας» ο Πακης μπορει να του πει «Δεν υπαρχει τετοιο πραγμα, επικαλεστηκες δημοσια αλλους λογους για προωρες εκλογες, δεν υπογραφω διαλυση της Βουλης δυναμει του αρθρου 41 παρ.2, παραιτησου αν θελεις». Θα ξεσπασει συνταγματικη κριση, που ολοι θα χρεωσουν στον ΣΥΡΙΖΑ.

    Πιθανοτερη Εξελιξη: Συμφωνια κυρίων. Θα επιτραπει στον ΣΥΡΙΖΑ να κανει εκλογες βασει αρθρου 41 παρ. 2 (αλλωστε και η ΝΔ εκανε το ιδιο κατ’ επαναληψιν στο παρελθον) και σε ανταλλαγμα δεν θα διορισει δικαστες.

    Reply
  2. Μα τί μαλακίες γράφετε Κύριε Αθανασόπουλε; Σάς κτύπησε η απελπισία, ως απόρροια τών αποτελεσμάτων στις ευρωεκλογές; Ήμαρτον… Για συμμαζέψετε λίγο τις σκέψεις σας και αντλήστε λίγο μέτρο από τα μικρά γκρίζα κύτταρά σας. Θαρρώ ότι ως νομικός έχετε καβαλήσει λιγάκι το καλάμι;

    Reply

Leave a Comment