Αίμα και φράουλες: μια ψύχραιμη ματιά

Πριν από λίγους μήνες εκδόθηκε μια σημαντική απόφαση ελληνικού ενδιαφέροντος του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, η απόφαση Chowdury και λοιποί κατά Ελλάδος. Επειδή δεν έχω ιδέα πώς προφέρεται το όνομα του πρώτου προσφυγόντος, Βεγγαλίτη στην καταγωγή, θα την ονομάζω απλώς η “υπόθεση των φραουλών“, για να συνεννοούμαστε.

Γιατί αυτό ακριβώς αφορά η ως άνω υπόθεση, την περιώνυμη ιστορία με τους απλήρωτους αγρεργάτες που δούλευαν στην Μανωλάδα και όχι μόνο δεν εξωφλήθηκαν, αλλά τους πυροβόλησαν κιόλας, με αποτέλεσμα τον τραυματισμό πολλών από αυτούς. Στο ποινικό σκέλος της υπόθεσης, το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Πατρών απήλλαξε από την κακουργηματική κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων (άρ. 323Α ΠΚ) τους κατηγορουμένους, με μια απόφαση που προξένησε θύελλα αντιδράσεων (εδώ ας πούμε η εφημερίς της κυβερνήσεως), αλλά εμένα μου φαίνεται πολύ λογική. Με αυτήν την απόφαση αναμετρήθηκε το ΕΔΔΑ, με πολύ πτωχά πτωχά αποτελέσματα, όπως θα δούμε (διαβάστε εδώ ένα λιβανιστήρι μια λιγώτερο επικριτική άποψη).

Επειδή υπάρχουν πολλά πράγματα που θα μπορούσαν να σχολιαστούν, θα εστιάσω στα πιο σημαντικά, κυρίως εκείνα με τα οποία διαφωνώ. Επίσης, πρέπει να τονίσω προκαταρκτικά ότι υπάρχουν πολλές πληροφορίες που λείπουν και πολλά πραγματικά περιστατικά που είναι αδιευκρίνιστα. Δεν μπορώ να κάνω τον ανακριτή κατόπιν εορτής και, άρα, θα προσπαθήσω να βασιστώ στα μη αμφισβητούμενα γεγονότα και μόνο σε αυτά.

Ας θυμηθούμε πρώτα λίγο την ιστορία:

Οι προσφυγόντες, καταγόμενοι από το Μπανγκλαντές, προσελήφθησαν για να δουλέψουν στις καλλιέργειες της φράουλας στην Μανωλάδα. Τονίζω ότι κατοικούσαν σε άλλες πόλεις, πληροφορήθηκαν για την εποχιακή δουλειά εκεί και ταξίδεψαν για να δουλέψουν. Τους προσφέρθηκαν 22 ευρώ ημερομίσθιο συν 3 ευρώ για υπερωρίες, ήτοι 22 Χ 25 = 550 ευρώ μαύρα μηνιαίως κατ’ ελάχιστον. Εργάζονταν καθημερινά 12ωρο μέσα στα θερμοκήπια και κατοικούσαν σε πρόχειρα παραπήγματα χωρίς τρεχούμενο νερό εκεί δίπλα. Κατά την εργασία τους, φυλάσσονταν από ένοπλους φρουρούς του εργοδότη τους.

Ο μισθός δεν τους καταβαλλόταν, κατά τα μέσα Απριλίου μάλιστα κατέφθασαν και άλλοι αγρεργάτες για να εργαστούν στα χωράφια, μετά από πρόσκληση του εργοδότη τους. Την κρίσιμη 17η Απριλίου 2013 συνέβησαν τα εξής (παρ. 8):

Craignant de ne pas être payés, cent à cent cinquante ouvriers recrutés pour la saison 2012‑2013, qui travaillaient dans les champs, se dirigèrent vers les deux employeurs, qui étaient présents, et demandèrent leurs salaires impayés. Un des gardes armés ouvrit alors le feu contre les ouvriers, blessant grièvement trente d’entre eux, parmi lesquels vingt et un des requérants. Les blessés furent transportés à l’hôpital et entendus par la police.

Η γλώσσα είναι πολύ ουδέτερη, οπότε επιτρέψτε μου να το αναδιατυπώσω σε μια άλλη πιθανή εκδοχή:

Βασισμένοι σε μια φήμη ότι όχι μόνο θα έμεναν απλήρωτοι, αλλά και ότι θα τους έπαιρναν άλλοι την θέση, 100 με 150 εργαζόμενοι επιτέθηκαν στους δύο (2) εργοδότες τους, οπότε ένας από τους φρουρούς τους αμύνθηκε.

[Αλήθεια, αν δούλευαν καταναγκαστικά, γιατί τους πείραξε που άλλοι θα τους έπαιρναν την θέση;]

Πραγματικά δεν ξέρω τι ισχυρίστηκαν οι κατηγορούμενοι στο δικαστήριο για το θέμα της σωματικής βλάβης, αλλά με το συμπάθιο εδώ υπάρχει το λιγώτερο νομιζόμενη άμυνα. Όταν 100 “κατευθύνονται” εις βάρος 2 και ‘απαιτούν” κάτι, όσο δίκιο και να έχουν, το πράγμα θυμίζει πολύ επίθεση.

Τέλος πάντων, το θέμα μου δεν είναι η κατηγορία της σωματικής βλάβης, αλλά της εμπορίας ανθρώπων. Ας δούμε τι λέει το Φραουλοδικείο (παρ. 27):

La cour d’assises observait en outre que la plupart des ouvriers avaient déclaré qu’ils auraient continué à travailler pour leurs employeurs s’ils avaient perçu leurs salaires.

Η φράση αυτή αποτελεί το κλειδί της όλης υπόθεσης. Καταρχάς, πρόκειται για ένα γεγονοτικό ισχυρισμό τον οποίο το ΕΔΔΑ δεν αμφισβητεί πουθενά (και με τι αποδεικτικό υλικό άλλωστε;) και ο οποίος ακούγεται εύλογος: οι προσφυγόντες για δουλειά είχαν πάει στην Μανωλάδα, δουλειά ήθελαν και τον παρομαρτούντα μισθό. Σκληρή μεν η δουλειά, γλύκαινε όμως από την προσδοκία του μισθού. Το πρόβλημά τους εντοπίζεται συνεπώς στην μη τήρηση των συμβατικών υποχρεώσεων του εργοδότη τους και όχι στην σύμβαση καθαυτήν και τους όρους της. Δεν παραπονούνται για χαμηλό μισθό, για εκμετάλλευση, για βία ή απειλή εκ μέρους του εργοδότη, αλλά παραπονούνται για την μη καταβολή του μισθού.

Όμως, μπορεί να είναι θύμα εμπορίου ανθρώπων όποιος δηλώνει ότι, αν πληρωθή τον συμπεφωνημένο μισθό, θα συνεχίση να εργάζεται για τον εργοδότη; Όχι, δεν μπορεί. Η εμπορία ανθρώπων του άρ 323Α ΠΚ είναι έγκλημα στρεφόμενο κατά της προσωπικής ελευθερίας και, ειδικώτερα, της ελευθερίας εργασίας. Εκείνος όμως που επιθυμεί να εργαστή δεν είναι δυνατόν να κριθή ότι προσεβλήθη στο δικαίωμα εργασίας του! Το έννομο αγαθό του άρ. 323Α ΠΚ είναι ατομικό και διαθετό.

Στα λόγια βέβαια το ΕΔΔΑ δεν λέει τίποτα διαφορετικό (παρ. 90):

90. La Cour rappelle, en outre, que les termes « travail forcé » évoquent l’idée d’une contrainte, physique ou morale… Il doit s’agir d’un travail « exigé (…) sous la menace d’une peine quelconque » et, de plus, contraire à la volonté de l’intéressé, pour lequel celui-ci « ne s’est pas offert de son plein gré ». Dans l’arrêt Van der Mussele (précité, § 37), la Cour a constaté « la valeur relative » du critère du consentement préalable et a opté pour une approche qui tient compte de l’ensemble des circonstances de la cause. Elle a en particulier observé que, selon les cas et les circonstances, un individu « ne saurait passer pour s’être par avance offert de plein gré » à accomplir certaines tâches. Dès lors, la validité du consentement doit être évaluée à la lumière de l’ensemble des circonstances de la cause.

Συνεπώς, ο μόνος τρόπος στοιχειοθέτησης κάποιου είδους εξηναγκασμένης εργασίας ήταν η αμφισβήτηση της εγκυρότητας της παρασχεθείσας συναίνεσης. Εδώ το ΕΔΔΑ αποφαίνεται τα εξής:

96. La Cour considère, en outre, que, lorsqu’un employeur abuse de son pouvoir ou tire profit de la situation de vulnérabilité de ses ouvriers afin de les exploiter, ceux-ci n’offrent pas leur travail de plein gré. Le consentement préalable de la victime n’est pas suffisant pour exclure de qualifier un travail de travail forcé. La question de savoir si une personne offre son travail de plein gré est une question factuelle qui doit être examinée à la lumière de toutes les circonstances pertinentes d’une affaire.
97. En l’espèce, la Cour note que les requérants ont commencé à travailler alors qu’ils se trouvaient dans une situation de vulnérabilité, en tant que migrants en situation irrégulière n’ayant pas de ressources et courant le risque d’être arrêtés, détenus et expulsés. Les intéressés se rendaient sans doute compte que, s’ils arrêtaient de travailler, ils n’allaient jamais percevoir les arriérés de leurs salaires dont le montant ne cessait d’augmenter au fil des jours. À supposer même que, au moment de leur embauche, les requérants aient offert leur travail de plein gré et qu’ils aient cru en toute bonne foi qu’ils allaient percevoir leurs salaires, la situation a changé par la suite en raison du comportement de leurs employeurs.
98. La Cour relève aussi que dans sa plaidoirie devant la cour d’assises de Patras, le procureur a exposé certains faits qui n’ont pas été remis en cause par celle-ci dans son arrêt. En particulier, les ouvriers n’étaient pas rémunérés depuis six mois, ils avaient uniquement perçu une très faible somme pour leur alimentation, déduite des salaires, et leur employeur leur avait promis qu’il leur verserait ceux-ci plus tard. Les accusés, sans scrupules, s’imposaient par des menaces et les armes qu’ils portaient sur eux. Les ouvriers travaillaient dans des conditions physiques extrêmes, avaient un horaire exténuant et étaient sujets à une humiliation constante. Le 17 avril 2013, l’employeur avait informé les ouvriers qu’il ne les paierait pas et qu’il les tuerait s’ils ne continuaient pas à travailler pour lui. Les ouvriers n’ayant pas obtempéré à cette menace, il leur avait intimé de partir et les avait avertis qu’il prendrait une autre équipe à leur place et qu’il brûlerait leurs huttes s’ils refusaient de partir. En leur promettant des abris rudimentaires et un salaire journalier de 22 EUR, ce qui constituait pour les victimes la solution unique pour s’assurer un moyen de subsistance, l’employeur avait réussi à obtenir leur consentement au moment de l’embauche afin de les exploiter ultérieurement.

Εδώ χρειάζεται πολλή προσοχή. Το όλο ζήτημα κρίνεται στις λεπτομέρειες των πραγματικών περιστατικών, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορεί να κριθή έτσι εύκολα και αβασάνιστα στο Στρασβούργο και οπωσδήποτε πολύ λιγώτερο παρά στην Πάτρα.

Σε κάθε περίπτωση όμως, κάποια από τα κριτήρια του ΕΔΔΑ είναι προφανώς εσφαλμένα. Αν το γεγονός της λαθραίας εργασίας καθιστά άνευ ετέρου τρωτό και ευάλωτο και εκμεταλλεύσιμο κάθε λαθρομετανάστη, τότε μάλλον κάθε Αλβανός που μάζεψε ποτέ ελιές στην Ελλάδα υπήρξε θύμα εμπορίας ανθρώπων (τώρα που το σκέφτομαι, πολλοί θα το υποστήριζαν αυτό…). Επειδή και το ίδιο το δικαστήριο κατανοεί πόσο σαθρό είναι αυτό το επιχείρημα, συνεχίζει λέγοντας ότι, ακόμη και αν έδωσαν έγκυρη συναίνεση κατά την πρόσληψη, η κατάσταση μετεβλήθη στην συνέχεια. Ωστόσο, το μόνο που μετεβλήθη στην συνέχεια ήταν η υπερημερία του εργοδότη ως προς την καταβολή του μισθού, γεγονός που συνιστά και ποινικό αδίκημα βεβαίως (κακώς), αλλά δεν έχει απολύτως καμία σχέση με την εγκυρότητα της συναίνεσης των αγρεργατών.

Εν συνεχεία, το δικαστήριο υιοθετεί αυτολεξεί στην παρ. 98 την αγόρευση του Εισαγγελέως στο ΜΟΔ. Κάτι τέτοια με βγάζουν από τα ρούχα μου. Από πού προκύπτει ότι ο Εισαγγελέας έχει δίκιο στην έκθεση των πραγματικών περιστατικών (ότι π.χ. στις 17 Απριλίου οι εργοδότες απείλησαν ότι θα τους σκοτώσουν, και τους 150!;) και όχι το Μικτό Ορκωτό, που προφανώς δεν τα αποδέχθηκε; Εγώ πραγματικά δεν μπορώ να ξέρω τι έγινε και δεν γνωρίζω, διερωτώμαι λοιπόν πώς το ΕΔΔΑ υιοθετεί αβασάνιστα την μια εκδοχή έναντι της άλλης (η οποία, με το συμπάθιο κιόλας, έχει περιβληθή ισχύ δεδικασμένου). Αλλά ακόμη και αν η εξιστόρηση της 17ης Απριλίου είναι η φρικτή της εισαγγελικής αγόρευσης, πράγμα που επαναλαμβάνω δεν μπορώ να απορρίψω, και πάλι πώς μεταβάλλει αυτό την αξιολόγηση της παρασχεθείσας ήδη εργασίας ως καταναγκαστικής; Αφού το ίδιο το ΕΔΔΑ δέχεται ότι επί κάποιους μήνες οι εργοδότες αναγνώριζαν την οφειλή τους, ότι κατέβαλλαν στους προσφυγόντες κάποια αδιευκρίνιστα (γιατί;) ποσά έναντι της οφειλής, ότι οι εργάτες μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να αναχωρήσουν (αλλά δεν το έκαναν φοβούμενοι ότι θα έχαναν τα δεδουλεyμένα τους, πράγμα πολύ λογικό), ότι δηλαδή εμμένουν στην σύμβαση εργασίας και διαμαρτύρονται μόνο για την υπερημερία του εργοδότη τους, πώς είναι δυνατόν να συμπεραίνεται ότι όλη αυτή η συμβατική σχέση συνιστά καταναγκαστική εργασία;

Το ενδιαφέρον και για μένα αποκαλυπτικό είναι ότι το ΕΔΔΑ δεν εκμεταλλεύεται επιχειρηματολογικά το πιο εξόφθαλμο στοιχείο καταναγκασμού, που το ίδιο δέχεται (παρ. 7):

cueillant des fraises sous le contrôle de gardes armés

Αλλά αν τους εργάτες τους φύλαγαν ένοπλοι φρουροί, τι καθόμαστε και συζητάμε; Προφανώς έχουμε κακούργημα! Βέβαια, ο ισχυρισμός αυτός είναι λίγο παράξενος: γιατί να φυλάς κάποιον που ήρθε μόνος του για δουλειά; και γιατί δεν καταγγέλθηκε τέτοιο πράγμα στην Αστυνομία, αλλά καταγγέλθηκε μόνο η υπερημερία του εργοδότη; και άραγε κάνουν το ίδιο και οι άλλοι φραουλοπαραγωγοί της Μανωλάδας ή πέσαμε στην περίπτωση; Ξαναλέω ότι μπροστά δεν ήμουνα, αλλά με κάνει εξαιρετικά δύσπιστο το γεγονός ότι ένα γεγονός που θα τελείωνε την υπόθεση επιχειρηματολογικά για το δικαστήριο αναφέρεται απλώς εν παρόδω και μετά λησμονείται ολότελα.

Και καταλήγει το δικαστήριο με ένα επιχειρηματολογικό άλμα εις τριπλούν συνδυασμένο με κατάφωρη παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας:

100. Or, les faits de la cause, et notamment les conditions de travail des requérants dont la plupart ont été mises en lumière par l’arrêt de la cour d’assises et qui ne sont pas du reste contestées par le Gouvernement, démontrent clairement qu’ils sont constitutifs de la traite des êtres humains et du travail forcé. En effet, les faits en question cadrent avec la définition de la traite des êtres humains dans l’article 3a du Protocole de Palerme et l’article 4 de la Convention anti-traite du Conseil de l’Europe, infraction prévue dans l’article 323A du CP qui reprend en substance les définitions contenues dans les instruments internationaux susmentionnés. À cet égard, la Cour réitère qu’elle n’a pas pour tâche de se substituer aux juridictions internes. C’est au premier chef aux autorités nationales, notamment aux cours et tribunaux, qu’il incombe d’interpréter la législation interne. Son rôle se limite à vérifier la compatibilité avec la Convention des effets de pareille interprétation (Nejdet Şahin et Perihan Şahin c. Turquie [GC], no 13279/05, § 49, 20 octobre 2011).

Ισχυρίζεται συνεπώς το δικαστήριο ότι γεγονότα που συνέβησαν μετά την δήλωση βουλήσεως των προσφυγόντων να προσληφθούν, ήτοι οι συνθήκες εργασίας τους, οι οποίες τους ήσαν γνωστές και με τις οποίες είχαν συμφωνήσει, όπως και χιλιάδες συνάδελφοί τους κάθε χρόνο, καθιστούν με κάποιο μαγικό τρόπο άκυρη αναδρομικά την βούληση αυτή. Εντάξει.

Το χειρότερο όμως είναι ότι ένα δικαστήριο ανθρωπίνων δικαιωμάτων (και όχι εργατικών μόνο δικαιωμάτων) παραβιάζει ξεδιάντροπα το τεκμήριο αθωότητας των τότε κατηγορουμένων και ήδη αμετακλήτως αθωωθέντων. Το ίδιο δικαστήριο που καταδίκασε την Ελλάδα στην υπόθεση Κώνστα επειδή ένας βουλευτής χαρακτήρισε “καταχραστή” τον ήδη αμετακλήτως καταδικασθέντα ως, εμ, καταχραστή Κώνστα, ένα δικαστήριο που είναι λοιπόν τόσο αυστηρό στην διαφύλαξη του τεκμηρίου αθωότητας, μη διστάζοντας να περιφρονήση και το ελληνικό Σύνταγμα ακόμη, δεν ερυθριά να κατονομάση ως ένοχο του άρ. 323Α ΠΚ έναν αμετακλήτως αθώο. Δεν έχω λόγια προσωπικά. Και η προσβολή κατευθύνεται προφανώς στους Έλληνες δικαστές, που είναι υποχρεωμένοι να ανέχωνται τέτοιου είδους αερολογίες από συναδέλφους τους που δεν εξέτασαν μάρτυρες, δεν ανέγνωσαν έγγραφα, δεν άκουσαν απολογίες, αλλά απλώς προφήτευσαν καθήμενοι στον δελφικό τους τρίποδα.

Μασουλώντας φράουλες.

2 thoughts on “Αίμα και φράουλες: μια ψύχραιμη ματιά”

  1. Αφού λοιπόν οι φραουλοδίκες διάλεξαν όποια εκδοχή των πραγμάτων τους συνέφερε, δικαίωμά μου και μένα να εκθέσω μιαν άλλη εκδοχή της ιστορίας. Την πραγματική ίσως.

    Οι εργάτες καταρχάς, πολλοί εξ αυτών εν πάση περιπτώσει, είχαν ξαναδουλέψει στις φράουλες. Η δουλειά αυτή είναι εποχική και επαναλαμβάνεται κάθε χρόνο. Ήταν λοιπόν απολύτως ενήμεροι για τις συνθήκες εργασίας, ιδίως τις ώρες και τα καταλύματα, γιατί είχαν κάνει την ίδια ακριβώς δουλειά και τον προηγούμενο χρόνο. Επιπλέον, είχαν μαζί τους τα διαβατήρια τους.

    [Σχετικώς άσχετο: διαβάζοντας για τα οικτρά καταλύματα των Μπανγκλαντών εργατών, το μυαλό μου πήγε αμέσως στα καταλύματα του παππού μου και όλης της οικογένειάς του, όταν την δεκαετία του 50 μετακομίζανε στον κάμπο για τις αγροτικές εργασίες του θέρους. Τα καταλύματά τους τότε ήταν μια κουβέρτα στο χώμα.]

    Κατά την διάρκεια της εργασίας τους, παρεχόταν στους εργάτες σίτιση και στέγαση, αλλά όχι χρήμα. Όταν ο ιδιοκτήτης των αγρών προσέφερε 5.000 ευρώ έναντι σε έναν από τους επικεφαλής των εργατών, που λειτουργούσαν ως διάμεσοι μεταξύ εργατών και ιδιοκτήτη εργοδότη, εκείνος δεν τα δέχθηκε (επειδή τα θεώρησε πολύ λίγα και επειδή φοβήθηκε μην τον κατηγορήσουν για υπεξαίρεση).

    Η εκκαθάριση των μισθών θα γινόταν στο τέλος της περιόδου της συγκομιδής, όπως γίνεται και με άλλους καλλιεργητές, τότε που δηλαδή ο μεν ιδιοκτήτης θα είχε πουλήσει στον έμπορο και ο έμπορος θα είχε εξοφληθή από τους δικούς τους λιανεμπόρους, ώστε το χρήμα να επιστρέψη αντίστροφα μέχρι τους εργάτες. Με άλλα λόγια, ο έμπορος είχε πουλήσει με πίστωση και μέχρι να δη κι εκείνος χρήμα άφηνε απλήρωτους τους εργάτες. Μέχρι τότε, τους έδινε, όπως είπαμε, στέγη και τροφή για να μπορούν να δουλεύουν.

    Οι εργάτες με την σειρά τους δυστροπούσαν με αυτήν την κατάσταση και ανθρωπίνως φοβούνταν ότι θα τους άφηναν απλήρωτους. Η γενικευμένη δυσαρέσκεια ωδήγησε στην απεργία τους. Αυτό με την σειρά του κλιμάκωσε την κατάσταση, γιατί κάποιοι επιστάτες προχώρησαν σε απειλές με τα όπλα τους, με σκοπό να σπάσουν την απεργία (και απέτυχαν!). Ο ιδιοκτήτης πάλι είδε το εμπόρευμά του να διατρέχη τον κίνδυνο να σαπίση και κανόνισε να φέρη άλλους εργάτες ως απεργοσπάστες, για να μην του μείνη η φράουλα ασυγκόμιστη.

    Αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, καθώς, μόλις πληροφορήθηκαν το νέο, οι εργάτες εξεγέρθηκαν και κινήθηκαν απειλητικά κατά των εργοδοτών τους (χονδρικά 100 εναντίον 2, υπενθυμίζω). Τότε, ένας από τους επιστάτες πυροβόλησε εναντίον τους (με σκάγια, πράγμα που εξηγεί τους πολλούς τραυματίες και την απουσία βαρειών σωματικών βλαβών).

    Reply
  2. Οπως φαινεται λοιπον, το ΕΔΑΔ ειναι πολιτικα στρατευμενο, και δεν αποφασιζει παντα με βαση το Νομο. Ενιοτε αποφασιζει ειτε με βαση ανωθεν υπαγορευομενα πολιτικα κριτηρια, ειτε με βαση τις ατομικες πεποιθησεις των δικαστων-ζηλωτων.

    Reply

Leave a Comment