Το μνημόνιο, οι μεταρρυθμίσεις και οι (δικοί μας) θεσμοί

Δημοσιευτηκε σε λιγο διαφορετικη εκδοση στο protagon.gr

Έπρεπε να παρακολουθήσουμε από την κλειδαρότρυπα μερικά Eurogroups και να ξεθάψουν τα διεθνή ΜΜΕ το περίφημο Grexit για να αρχίσουμε να συζητούμε και πάλι για μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα. Πιστοί στην ελληνοπρεπή συνήθεια που μας θέλει να χωριζόμαστε σε στρατόπεδα, είχαμε αποφασίσει ότι πρέπει να είμαστε «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί». Ατυχώς, δεν έχει κανένα απολύτως νόημα να είναι κανείς ούτε το ένα ούτε το άλλο. Η παντελώς ανούσια αυτή διάκριση μας απομάκρυνε από το πραγματικό διακύβευμα: χρειάζεται η χώρα μεταρρυθμίσεις και ποιες; Οι κυβερνήσεις που προσπαθούσαν να κάνουν μεταρρυθμίσεις κατά κανόνα τις απέδιδαν στους όρους του μνημονίου και απεκδύονταν την ευθύνη. Η αντιπολίτευση από την άλλη, αντιστεκόταν σθεναρά σε κάθε αλλαγή όπως κάνουν σχεδόν πάντα οι αντιπολιτευόμενοι στην Ελλάδα, αλλά αυτή τη φορά δεν χρειάζονταν ιδιαίτερα επιχειρήματα: πρέπει να ξεφορτωθούμε το μνημόνιο και ό,τι αυτό προβλέπει.

Εσχάτως, όμως, ανακαλύψαμε ότι το μνημόνιο δεν ήταν και τόσο κακό.

Σχολιάζοντας την περίφημη πια δήλωση διακεκριμένου συναδέλφου του, υπουργός της ελληνικής κυβέρνησης εξήγησε ότι το μέρος του μνημονίου που μπορεί να γίνει αποδεκτό αφορά «τεχνικά ζητήματα». Υπάρχουν, λοιπόν, και τεχνικά ζητήματα, στα οποία, προφανώς, κάθε καλοπροαίρετος άνθρωπος θα συμφωνούσε. Επίσης, φαίνεται πως συμφωνούμε όλοι ότι φαινόμενα όπως η διαφθορά και η φοροδιαφυγή πρέπει να περιοριστούν. Κι όμως, η χώρα κλήθηκε να υποβάλει σχέδιο μεταρρυθμίσεων διαφορετικό από εκείνο που φέρεται να είχε ήδη αποδεχθεί ή να διαπραγματευόταν υπό την προηγούμενη κυβέρνηση. Γιατί δεν καταφέραμε τόσα χρόνια να κάνουμε τις δικές μας μεταρρυθμίσεις; Γιατί δεν μπόρεσαν οι πολιτικές δυνάμεις να συμφωνήσουν τουλάχιστον στα προφανή αντί να τορπιλίζουν η μία τις προσπάθειες της άλλης; Οι βασικοί λόγοι είναι δύο: ο λαϊκισμός και η έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς.

Μερικά πράγματα, όσο κι αν αρνούμαστε να το δεχθούμε, είναι απλά, τουλάχιστον επί της αρχής. Πότε η διαφθορά φαντάζει καλή επιλογή; Όταν η πρόσβαση στον δημόσιο λειτουργό που είναι αρμόδιος για την υπόθεσή μας είναι εύκολη. Γιατί, λοιπόν, δεν σκέφτηκε ποτέ κανείς να καταστήσει τις διαδικασίες σε ΔΟΥ και Πολεοδομίες απρόσωπες; Γιατί να ξέρω ποιος υπάλληλος χειρίζεται την υπόθεσή μου και πού είναι το γραφείο του; Δεν τίθεται, φυσικά, ζήτημα απόδοσης ευθυνών σε περίπτωση που προκύψει νομική διαμάχη ή πειθαρχικό παράπτωμα διότι η Υπηρεσία γνωρίζει ποιος υπάλληλος έχει χρεωθεί την κάθε υπόθεση. Μόνο καλό θα κάνει μία μεταρρύθμιση που δεν θα επιτρέπει τις απευθείας και εύκολες συναλλαγές μεταξύ πολιτών και δημοσίων υπαλλήλων που αναλαμβάνουν «επίφοβες» υποθέσεις. Αυτό δεν είναι παρά ένα παράδειγμα. Σήμερα, υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε τα μυστικά της δημόσιας διοίκησης και επιστήμες όπως οι συμπεριφορικές μπορούν να μας πουν πώς αναμένεται να αντιδράσουν οι άνθρωποι ανάλογα με τις επιλογές που θα τους δώσουμε. Εφόσον σχεδόν όλοι, λοιπόν, συμφωνούμε σε κάποιες βασικές αρχές και τα τεχνικά ζητήματα μπορούν να λυθούν με τρόπο γενικώς αποδεκτό και, πιθανότατα, αποτελεσματικό, γιατί αυτό το όψιμο consensus των τηλεοπτικών παραθύρων δεν αποτυπώθηκε ποτέ και στη Βουλή; Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχει ιδεολογικό πρόσημο που να προκαλεί τριβές, τουλάχιστον για τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Η απάντηση είναι ότι, δυστυχώς, η αντιπολίτευση στην Ελλάδα δεν λογίζεται ως τέτοια αν δεν λέει όχι σε όλα. Πάντα, κάποιοι από εμάς τους πολίτες θα θίγονται από τη νέα κατάσταση και οι ψήφοι τους είναι διαθέσιμες σε όποιον τους υποστηρίξει. Δεν έχει σημασία αν έχουν δίκιο ή άδικο: ο λαϊκισμός δεν έχει ηθικά κριτήρια. Μέχρι και επαγγελματική τάξη που δεν επιθυμούσε να έχει ταμειακές μηχανές στις επιχειρήσεις της βρήκε κάποτε συμμάχους στην τότε αντιπολίτευση.

Ίσως, παρόλα αυτά, κάποιες μεταρρυθμίσεις να είναι καταδικασμένες, επειδή οι ιδεολογίες (ή –πιο σωστά- οι ιδεοληψίες) μας δεν μας αφήνουν να καθήσουμε στο ίδιο τραπέζι και να συζητήσουμε επί της αρχής με ειλικρινή διάθεση συνεργασίας. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη πια αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, των πανεπιστημίων κλπ. Επί της ίδιας της έννοιας «αξιολόγηση», οι πολιτικές παρατάξεις του τόπου διαφωνούν. Μπορούν να διαφωνούν επ’ αόριστον, αλλά είναι υποχρεωμένες να σέβονται τους θεσμούς. Οι μεν κυβερνώντες πρέπει να τους διαφυλάσσουν ως πραγματικοί θεματοφύλακες: οι κρίσεις των δημοσίων υπαλλήλων, για παράδειγμα, πρέπει να είναι αμερόληπτες και αντικειμενικές. Στο χέρι του εκάστοτε νομοθέτη είναι να το εξασφαλίσει αυτό και, ταυτόχρονα, να εξηγήσει την επιλογή του στους πολίτες και να τους μιλήσει για τον θεσμό που προσπαθεί να αναμορφώσει προς το καλύτερο. Η δε αντιπολίτευση δικαιούται να προσπαθήσει να πείσει τους πολίτες για το αντίθετο. Αλλά δεν μπορεί να υπονομεύει τους θεσμούς. Για παράδειγμα, λίγοι ίσως έχουν καταλάβει πόσο κακό έχει κάνει στη χώρα η συνεχής αμφισβήτηση της δημοκρατικής λειτουργίας της. Ίσως είναι εποικοδομητικό να κρίνουμε την ποιότητα της δημοκρατίας μας, αλλά δεν μπορούμε να αμφισβητούμε την ύπαρξή της για ψύλλου πήδημα. Ακόμα κι όταν οι δημοκρατικοί θεσμοί έχουν αρχίζει να σαπίζουν πρέπει να τους στηρίζουμε, γιατί αλλιώς θα πέσουν και θα μας πλακώσουν.

Το εύκολο συμπέρασμα είναι ότι οι πολιτικοί μας δεν είναι άξιοι να προχωρήσουν σε ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις. Το δύσκολο συμπέρασμα είναι ότι εμείς οι ίδιοι δεν είμαστε άξιοι να δούμε το δάσος γύρω από το προσωπικό μας δέντρο. Εμείς είμαστε ο λαός στον οποίο απευθύνεται ο λαϊκιστής για να εμποδίσει ακόμα και τις πιο αυτονόητες αλλαγές. Εμείς είμαστε που δεν έχουμε μάθει να στηρίζουμε τους θεσμούς και τους εγκαταλείπουμε αντί να τους κάνουμε καλύτερους. Ίσως τώρα έχουμε μια ιστορική ευκαιρία να πιέσουμε τους εκπροσώπους μας (νυν και μελλοντικούς) να μάθουν να συνεργάζονται και να χτίζουν σε στέρεες βάσεις. Δεν έχουμε την πολυτέλεια να συνεχίσουμε στον ίδιο δρόμο, στον δρόμο με τα μνημόνια.

1 thought on “Το μνημόνιο, οι μεταρρυθμίσεις και οι (δικοί μας) θεσμοί”

  1. Μόνο καλό θα κάνει μία μεταρρύθμιση που δεν θα επιτρέπει τις απευθείας και εύκολες συναλλαγές μεταξύ πολιτών και δημοσίων υπαλλήλων που αναλαμβάνουν «επίφοβες» υποθέσεις. Αυτό δεν είναι παρά ένα παράδειγμα. Εφόσον σχεδόν όλοι, λοιπόν, συμφωνούμε σε κάποιες βασικές αρχές και τα τεχνικά ζητήματα μπορούν να λυθούν με τρόπο γενικώς αποδεκτό και, πιθανότατα, αποτελεσματικό, γιατί αυτό το όψιμο consensus των τηλεοπτικών παραθύρων δεν αποτυπώθηκε ποτέ και στη Βουλή; Στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν υπάρχει ιδεολογικό πρόσημο που να προκαλεί τριβές, τουλάχιστον για τις περισσότερες πολιτικές δυνάμεις της χώρας. Η απάντηση είναι ότι, δυστυχώς, η αντιπολίτευση στην Ελλάδα δεν λογίζεται ως τέτοια αν δεν λέει όχι σε όλα. Πάντα, κάποιοι από εμάς τους πολίτες θα θίγονται από τη νέα κατάσταση και οι ψήφοι τους είναι διαθέσιμες σε όποιον τους υποστηρίξει.

    πολυ ενδιαφερον ποϊντ, και ισως πρεπει να το σκεφτουμε λιγο πιο συστηματικα.

    Βεβαια υπαρχει το ερωτημα γιατι η αντιπολιτευση που στηριζει τον χαμενο της μεταρρυθμισης, δεν χανει ψηφους απο ολους τους αλλους που εχουν να κερδισουν απο αυτην. Η απαντηση εχει μαλλον να κανει, οπως μας εχει πει και ο Ντανι Ροδρικ, με τα μικρα οφελη που εχει ατομικα να περιμενει ο κερδισμενος της μεταρρυθμισης, εναντι της πολυ μεγαλης ζημιας που εχει ο χαμενος. Ο κερδισμενος δεν βρισκει λογο να ασχοληθει, ο χαμενος ομως ναι.

    Reply

Leave a Comment